Qhechua runasimi σημαίνει: "Το στόμα (γλώσσα) των ανθρώπων που καλλιεργούν τη γη σε μεγάλο υψόμετρο". Πρόκειται για την προφορική γλώσσα των Ίνκας, η οποία, μετά την ισπανική κατάκτηση του 16ου. αι. μ.Χ., έχει καταγραφεί με το εξής λατινικό αλφάβητο:
A, CH, CH', CHH, E, H, I, K, K', KH, L, LL, M, N, Ñ, O, P, P', PH, Q, Q', QH, R, S, SH, T, T', TH, U, W, Y.
Η γλώσσα χαρακτηρίζεται κυρίως από ουρανικούς και λαρυγγικούς ήχους.
Τα γράμματα που ακολουθούνται από απόστροφο ή από H, αντιστοιχούν σε φθόγγους με διαβαθμισμένη παύση του λάρυγγα και ελαφρά προφορά του φθόγγου Χ. (Βλ. youtube videos ι & ιι στο τέλος αυτής της σελίδας.)
Τα γράμματα CH, CH', CHH προφέρονται σαν το αγγλικό child, ή το ισπανικό charla.
Το διπλό LL έχει τον ήχο του ΛΙ, στη λέξη "λιώνω".
Το Ñ έχει τον ήχο του ΝΙ στη λέξη "χιόνια".
Το Ο προφέρεται κλειστό, σχεδόν σαν U. (Ανάλογο του αιολικού Ο της Λέσβου).
Διάφορες εκδόσεις σε τοπικές διαλέκτους έχουν υιοθετήσει και τα γράμματα: B, C, D, G, J, X, ενώ τα 2 τελευταία έχουν την προφορά του ελληνικού Χ στη λέξη "χαρά".
Η Κέτσουα / Ρουνασίμι είναι κυρίως παροξύτονη γλώσσα.
Κατά τη διάρκεια της Αυτοκρατορίας των Ίνκας (13ος-16ος αι. μ.Χ.), η γλώσσα αυτή αποτελούσε το κοινό μέσον συνεννόησης σε περιοχές του σημερινού Περού και της Βολιβίας, του Ισημερινού, της βόρειας Χιλής & Αργεντινής και της νοτιοδυτικής Κολομβίας. Σήμερα μιλιέται στις ίδιες χώρες, από περίπου 10.000.000 αυτόχθονες.
Χωρίζεται σε 2 διαλέκτους: waywash (βόρεια) & wampu (νότια), και αυτές διαιρούνται σε 4 διώματα:
Quechua I waywash (ancashino), η οποία μιλιέται στη Λίμα & B.
Περού: Huaylas, Conchucos, Huánuco (Marañón / Huallaga), ´
Huaura, Junín και Mantaro. (βλ. ταινία Yawar fiesta).
Quechua II wampu A: Yungay, που χρησιμοποιείται στο
Περού: Pacaraos, Lincha και Cajamarca.
Quechua II wampu B: του Ισημερινού και των παράλιων περιοχών.
Quechua II wampu C: η οποία αποτελεί και την καθαρή μορφή της
γλώσσας των Ίνκας, και εξακολουθεί να υπάρχει (με ισπανικές επιρροές) στο Cuzco του Περού και στο Ayacucho, στο Santiago del Estero της Αργεντινής, και σε περιοχές της Βολιβίας, όπως το Potosí, τo Oruro και η Cochabamba.
Τα λεξικά (Κέτσουα-Ισπανικά) που προτείνονται για την παρακολούθηση αυτών των μαθημάτων, είναι τα εξής:
Wampu (Santiago del Estero):
http://www.aleroquichua.org.ar/sitio/diccionario.php?id=1
Waywash (Hu’anuco / Huallaga):
http://www.repositorio.cultura.gob.pe/bitstream/handle/CULTURA/434/
Diccionario_q_Hu%C3%A1nuco.pdf?sequence=1
Γενικού περιεχομένου:
http://el.glosbe.com/el/qu/
Λεξικό για κλίση ρημάτων:
http://www.cooljugator.com
A, CH, CH', CHH, E, H, I, K, K', KH, L, LL, M, N, Ñ, O, P, P', PH, Q, Q', QH, R, S, SH, T, T', TH, U, W, Y.
Η γλώσσα χαρακτηρίζεται κυρίως από ουρανικούς και λαρυγγικούς ήχους.
Τα γράμματα που ακολουθούνται από απόστροφο ή από H, αντιστοιχούν σε φθόγγους με διαβαθμισμένη παύση του λάρυγγα και ελαφρά προφορά του φθόγγου Χ. (Βλ. youtube videos ι & ιι στο τέλος αυτής της σελίδας.)
Τα γράμματα CH, CH', CHH προφέρονται σαν το αγγλικό child, ή το ισπανικό charla.
Το διπλό LL έχει τον ήχο του ΛΙ, στη λέξη "λιώνω".
Το Ñ έχει τον ήχο του ΝΙ στη λέξη "χιόνια".
Το Ο προφέρεται κλειστό, σχεδόν σαν U. (Ανάλογο του αιολικού Ο της Λέσβου).
Διάφορες εκδόσεις σε τοπικές διαλέκτους έχουν υιοθετήσει και τα γράμματα: B, C, D, G, J, X, ενώ τα 2 τελευταία έχουν την προφορά του ελληνικού Χ στη λέξη "χαρά".
Η Κέτσουα / Ρουνασίμι είναι κυρίως παροξύτονη γλώσσα.
Κατά τη διάρκεια της Αυτοκρατορίας των Ίνκας (13ος-16ος αι. μ.Χ.), η γλώσσα αυτή αποτελούσε το κοινό μέσον συνεννόησης σε περιοχές του σημερινού Περού και της Βολιβίας, του Ισημερινού, της βόρειας Χιλής & Αργεντινής και της νοτιοδυτικής Κολομβίας. Σήμερα μιλιέται στις ίδιες χώρες, από περίπου 10.000.000 αυτόχθονες.
Χωρίζεται σε 2 διαλέκτους: waywash (βόρεια) & wampu (νότια), και αυτές διαιρούνται σε 4 διώματα:
Quechua I waywash (ancashino), η οποία μιλιέται στη Λίμα & B.
Περού: Huaylas, Conchucos, Huánuco (Marañón / Huallaga), ´
Huaura, Junín και Mantaro. (βλ. ταινία Yawar fiesta).
Quechua II wampu A: Yungay, που χρησιμοποιείται στο
Περού: Pacaraos, Lincha και Cajamarca.
Quechua II wampu B: του Ισημερινού και των παράλιων περιοχών.
Quechua II wampu C: η οποία αποτελεί και την καθαρή μορφή της
γλώσσας των Ίνκας, και εξακολουθεί να υπάρχει (με ισπανικές επιρροές) στο Cuzco του Περού και στο Ayacucho, στο Santiago del Estero της Αργεντινής, και σε περιοχές της Βολιβίας, όπως το Potosí, τo Oruro και η Cochabamba.
Τα λεξικά (Κέτσουα-Ισπανικά) που προτείνονται για την παρακολούθηση αυτών των μαθημάτων, είναι τα εξής:
Wampu (Santiago del Estero):
http://www.aleroquichua.org.ar/sitio/diccionario.php?id=1
Waywash (Hu’anuco / Huallaga):
http://www.repositorio.cultura.gob.pe/bitstream/handle/CULTURA/434/
Diccionario_q_Hu%C3%A1nuco.pdf?sequence=1
Γενικού περιεχομένου:
http://el.glosbe.com/el/qu/
Λεξικό για κλίση ρημάτων:
http://www.cooljugator.com
Η γλώσσα quechua runasimi των Ίνκας
Περίπου δέκα εκατομμύρια άνθρωποι μιλούν σήμερα ως μητρική τη γλώσσα των Ίνκας σε έξι χώρες της νότιας Αμερικής: στη νότιοδυτική Κολομβία, στον Ισημερινό, κυρίως στο Περού, σε ορισμένες περιοχές της Βολιβίας, στη βόρεια Αργεντινή και στη Χιλή (βόρεια του Santiago), ενώ μεγάλος αριθμός κατοίκων αυτών των χορών την μιλούν ως δεύτερη γλώσσα, παράλληλα με την ισπανική. Πρόδρομός της θεωρείται η jaqaru, η αρχαϊκή γλώσσα των Aymara της Βολιβίας. Χωρίζεται σε δύο κύριες διαλέκτους: την quechua I waywash και την quechua II wampu. Αυτή, διακρίνεται επίσης σε τρία ιδιώματα, το Α, το Β και το C. Μεταξύ αυτών, η quechua runasimi wampu chínchay sureño II C cusqueño-boliviano, είναι η επίσημη αυτοκρατορική γλώσσα του Cusco, στο νότιο Περού, από τον 12ο / 13ο αι. μ.Χ. έως τον 15ο αι. μ.Χ., στην οποία δημιουργήθηκε (δεν μπορούμε να πούμε «γράφτηκε») η κλασική ποίηση των Ίνκας. Ανάμεσα στις διαλέκτους του βορρά (Ecuador) και του νότου (Χιλή), υπάρχει μία χρονική και γλωσσική διαφορά δέκα αιώνων. Στην εποχή μας, οι γλωσσολόγοι έχουν προσαρμόσει τα διεθνή σύμβολα της φωνητικής στους ήχους αυτής της γλώσσας, έτσι ώστε να διευκολυνθεί η μελέτη της λογοτεχνίας της. Αυτό θα πρέπει να μας προβληματίσει, όμως, γύρω από την ικανότητά μας, ως λαών της γραπτής κουλτούρας, να αποστηθίζουμε, να κατανοούμε και να θυμόμαστε έναν μεγάλο όγκο γνώσεων, σε σύγκριση με τους πολιτισμούς_της_προφορικής_παράδοσης.
Η ακουστική της quechua / runasimi βασίζεται σε ήχους ουρανικούς, και λαρυγγικούς: έχει, για παράδειγμα, έξι τύπους του φθόγγου «κ»: k, k', kh, q, q', qh, ανάλογα με την ένταση του ήχου και το σημείο της στοματικής κοιλότητας ή του λάρυγγα που τον δημιουργεί.
Ανήκει στην ομάδα των συμφυρματικών ή συγκολλητικών γλωσσών και λειτουργεί –όπως και οι αλταϊκές (βλ. Ιαπωνική, Τουρκική), αλλά και οι ουραλικές (βλ. Φινλανδική, Ουγγρική)- με προσφύματα, επιθήματα και μεσαίες συλλαβές που επικολλώνται στις ρίζες των λέξεων και ολοκληρώνουν το νόημά τους ως προς τον χρόνο, την εξέλιξη και την ταχύτητά της, τον τόπο και την απόσταση, (σε κίνηση ή στάση), το υποκείμενο, το άμεσο ή έμμεσο αντικείμενο ή κατηγορούμενο και τον αριθμό ή την ποσότητά τους, την κτήση, την άρνηση ή αντίθεση, την κατάφαση ή την αποδοχή, την απορία και την αίτηση άδειας, την βεβαιότητα ή την ανασφάλεια, την ολότητα ή τον επιμερισμό, την πτώση, τον τρόπο, το μέσον, την εμπειρία και τη συνειδητότητα, την υποχρέωση, την τιμή και το συναίσθημα, το σκοπό ή και τη συνέργεια και την αιτία της πράξης, ή της έννοιας –συγκεκριμένης ή αφηρημένης- που δηλώνεται, ή άλλες γραμματικές και συντακτικές σχέσεις. Μέχρι και τα βοηθητικά ρήματα, δηλώνονται με συλλαβές στη μέση των λέξεων. Κύριο μέλημα, λοιπόν, αυτής της γλώσσας είναι η ακρίβεια στη δήλωση. Γι αυτό και η μετάφρασή της είναι δύσκολη, και ορισμένες στιγμές ακατόρθωτη. Άλλωστε, πάντα η μετάφραση, και ιδιαίτερα της ποίησης, αφαιρεί τη γοητεία των νοημάτων. Ένα μεταφρασμένο έργο δεν ανήκει, πλέον, στη λογοτεχνία της γλώσσας στην οποία πρωτογράφτηκε, αλλά περνά, κατά κάποιον τρόπο, στη λογοτεχνία της γλώσσας υποδοχής στην οποία_μεταφράστηκε.
Είναι ενδιαφέρον να αναφέρουμε εδώ εκείνον τον κανόνα της ινδιάνικης γραμματικής, σύμφωνα με τον οποίον, τα ρήματα έχουν τύπο στιγμιαίο αλλά και διαρκείας, μόνο στην καταφατική τους μορφή, ενώ στην αρνητική περιορίζονται στο στιγμιαίο. Π.χ.: takini = τραγουδώ γενικά, yo canto (στα ισπανικά), I sing (στα αγγλικά). Takishani = τραγουδώ τώρα, yo estoy cantando (στα ισπανικά) και I am singing (στα αγγλικά). Manan takinichu = δεν τραγουδώ, είτε γενικά, είτε τώρα, yo no canto, yo no estoy cantando (στα ισπανικά), I do not sing, I am not singing (στα αγγλικά). Όλα μαζί σε έναν αρνητικό τύπο. Δεν υπάρχει ο τύπος manan takishanichu. Κι αυτό βασίζεται στη νοοτροπία αυτού του λαού (κάθε γλώσσα, άλλωστε, αποτελεί την έκφραση μίας πολιτισμικής νοοτροπίας), στη φιλοσοφία τους, θα ήταν προτιμότερο να πούμε, η οποία συνάδει (συμπτωματικά) με την αριστοτελική, και υπαγορεύει ότι το μη ον δεν υφίσταται, ούτε ως προς τον τόπο ούτε ως προς το χρόνο˙ είναι απουσία κυριότητας ή πράξης. Εάν υπάρξει άρνηση, τότε παύει να υφίσταται η πραγματικότητα ή η αλήθεια. Και επειδή το ρήμα ειμί (είμαι, υπάρχω, γίνομαι, είμαι παρών, υφίσταμαι), estar στα ισπανικά, to be στα αγγλικά, και kay ή και –sha- στη γλώσσα runasimi των Quechua, σχηματίζει τον ενεστώτα διαρκείας, εκλείπει από_την_άρνηση.
Είναι εντυπωσιακό να εξετάσουμε, τελειώνοντας αυτό το σύντομο εισαγωγικό σημείωμα, τη δημιουργία των ρηματικών τύπων:
tapu = ρίζα της έννοιας «ρωτώ»
tapuy = απαρέμφατο του ρήματος ρωτώ
tapuni = πρώτο πρόσωπο ενεστώτα οριστικής (εγώ ρωτώ)
tapuykuni = εγώ ρωτώ συνειδητά και λαμβάνοντας την τιμή
tapu(y)kushani = εγώ λαμβάνω ΤΩΡΑ την τιμή να ρωτήσω συνειδητά
tapu(y)kuspa kani = εγώ βρίσκομαι ΤΩΡΑ στην τιμητική θέση να σε ρωτήσω συνειδητά
tapuyuni = εγώ ρωτώ με τελετουργικό τρόπο
tapuyki = εγώ σε ρωτώ
tapuyukusayki = εγώ λαμβάνω την τελετουργική τιμή να σε ρωτήσω
tapuyuykimanchu = μπορώ εγώ να σε ρωτήσω μία φορά;
(Οι δύο τελευταίοι τύποι χρησιμοποιούνται στην καθημερινή ευγενική γλώσσα.)
Επίσης, είναι ενδιαφέρουσα η σύνταξη της κλασικής γλώσσας των Ίνκας, η οποία, όπως και η ιαπωνική και η τουρκική, θέτουν το ρήμα στο τέλος (SOV) και τοποθετούν τις προθέσεις μετά από τα ουσιαστικά και τα επίθετα (ΝΡ), όπως η Φινλανδική και η Ουγγρική. Δημιουργούν, δηλαδή, ένα ρηματικό φαινόμενο ανάλογο της γερμανικής_Endstellung:
-Noqa wayñuta Qosqopi páywan takishani.
-Εγώ «γουάϋνιου» το, Κούσκο στο, εκείνη με, χορεύω είμαι.
-Δηλαδή: Εγώ τώρα χορεύω «γουάϋνιου» με εκείνη στο Cuzco.
Σήμερα πλέον, η νέα υβριδική quechua ακολουθεί την ισπανική σύνταξη: υποκείμενο – ρήμα – αντικείμενο.
Περίπου δέκα εκατομμύρια άνθρωποι μιλούν σήμερα ως μητρική τη γλώσσα των Ίνκας σε έξι χώρες της νότιας Αμερικής: στη νότιοδυτική Κολομβία, στον Ισημερινό, κυρίως στο Περού, σε ορισμένες περιοχές της Βολιβίας, στη βόρεια Αργεντινή και στη Χιλή (βόρεια του Santiago), ενώ μεγάλος αριθμός κατοίκων αυτών των χορών την μιλούν ως δεύτερη γλώσσα, παράλληλα με την ισπανική. Πρόδρομός της θεωρείται η jaqaru, η αρχαϊκή γλώσσα των Aymara της Βολιβίας. Χωρίζεται σε δύο κύριες διαλέκτους: την quechua I waywash και την quechua II wampu. Αυτή, διακρίνεται επίσης σε τρία ιδιώματα, το Α, το Β και το C. Μεταξύ αυτών, η quechua runasimi wampu chínchay sureño II C cusqueño-boliviano, είναι η επίσημη αυτοκρατορική γλώσσα του Cusco, στο νότιο Περού, από τον 12ο / 13ο αι. μ.Χ. έως τον 15ο αι. μ.Χ., στην οποία δημιουργήθηκε (δεν μπορούμε να πούμε «γράφτηκε») η κλασική ποίηση των Ίνκας. Ανάμεσα στις διαλέκτους του βορρά (Ecuador) και του νότου (Χιλή), υπάρχει μία χρονική και γλωσσική διαφορά δέκα αιώνων. Στην εποχή μας, οι γλωσσολόγοι έχουν προσαρμόσει τα διεθνή σύμβολα της φωνητικής στους ήχους αυτής της γλώσσας, έτσι ώστε να διευκολυνθεί η μελέτη της λογοτεχνίας της. Αυτό θα πρέπει να μας προβληματίσει, όμως, γύρω από την ικανότητά μας, ως λαών της γραπτής κουλτούρας, να αποστηθίζουμε, να κατανοούμε και να θυμόμαστε έναν μεγάλο όγκο γνώσεων, σε σύγκριση με τους πολιτισμούς_της_προφορικής_παράδοσης.
Η ακουστική της quechua / runasimi βασίζεται σε ήχους ουρανικούς, και λαρυγγικούς: έχει, για παράδειγμα, έξι τύπους του φθόγγου «κ»: k, k', kh, q, q', qh, ανάλογα με την ένταση του ήχου και το σημείο της στοματικής κοιλότητας ή του λάρυγγα που τον δημιουργεί.
Ανήκει στην ομάδα των συμφυρματικών ή συγκολλητικών γλωσσών και λειτουργεί –όπως και οι αλταϊκές (βλ. Ιαπωνική, Τουρκική), αλλά και οι ουραλικές (βλ. Φινλανδική, Ουγγρική)- με προσφύματα, επιθήματα και μεσαίες συλλαβές που επικολλώνται στις ρίζες των λέξεων και ολοκληρώνουν το νόημά τους ως προς τον χρόνο, την εξέλιξη και την ταχύτητά της, τον τόπο και την απόσταση, (σε κίνηση ή στάση), το υποκείμενο, το άμεσο ή έμμεσο αντικείμενο ή κατηγορούμενο και τον αριθμό ή την ποσότητά τους, την κτήση, την άρνηση ή αντίθεση, την κατάφαση ή την αποδοχή, την απορία και την αίτηση άδειας, την βεβαιότητα ή την ανασφάλεια, την ολότητα ή τον επιμερισμό, την πτώση, τον τρόπο, το μέσον, την εμπειρία και τη συνειδητότητα, την υποχρέωση, την τιμή και το συναίσθημα, το σκοπό ή και τη συνέργεια και την αιτία της πράξης, ή της έννοιας –συγκεκριμένης ή αφηρημένης- που δηλώνεται, ή άλλες γραμματικές και συντακτικές σχέσεις. Μέχρι και τα βοηθητικά ρήματα, δηλώνονται με συλλαβές στη μέση των λέξεων. Κύριο μέλημα, λοιπόν, αυτής της γλώσσας είναι η ακρίβεια στη δήλωση. Γι αυτό και η μετάφρασή της είναι δύσκολη, και ορισμένες στιγμές ακατόρθωτη. Άλλωστε, πάντα η μετάφραση, και ιδιαίτερα της ποίησης, αφαιρεί τη γοητεία των νοημάτων. Ένα μεταφρασμένο έργο δεν ανήκει, πλέον, στη λογοτεχνία της γλώσσας στην οποία πρωτογράφτηκε, αλλά περνά, κατά κάποιον τρόπο, στη λογοτεχνία της γλώσσας υποδοχής στην οποία_μεταφράστηκε.
Είναι ενδιαφέρον να αναφέρουμε εδώ εκείνον τον κανόνα της ινδιάνικης γραμματικής, σύμφωνα με τον οποίον, τα ρήματα έχουν τύπο στιγμιαίο αλλά και διαρκείας, μόνο στην καταφατική τους μορφή, ενώ στην αρνητική περιορίζονται στο στιγμιαίο. Π.χ.: takini = τραγουδώ γενικά, yo canto (στα ισπανικά), I sing (στα αγγλικά). Takishani = τραγουδώ τώρα, yo estoy cantando (στα ισπανικά) και I am singing (στα αγγλικά). Manan takinichu = δεν τραγουδώ, είτε γενικά, είτε τώρα, yo no canto, yo no estoy cantando (στα ισπανικά), I do not sing, I am not singing (στα αγγλικά). Όλα μαζί σε έναν αρνητικό τύπο. Δεν υπάρχει ο τύπος manan takishanichu. Κι αυτό βασίζεται στη νοοτροπία αυτού του λαού (κάθε γλώσσα, άλλωστε, αποτελεί την έκφραση μίας πολιτισμικής νοοτροπίας), στη φιλοσοφία τους, θα ήταν προτιμότερο να πούμε, η οποία συνάδει (συμπτωματικά) με την αριστοτελική, και υπαγορεύει ότι το μη ον δεν υφίσταται, ούτε ως προς τον τόπο ούτε ως προς το χρόνο˙ είναι απουσία κυριότητας ή πράξης. Εάν υπάρξει άρνηση, τότε παύει να υφίσταται η πραγματικότητα ή η αλήθεια. Και επειδή το ρήμα ειμί (είμαι, υπάρχω, γίνομαι, είμαι παρών, υφίσταμαι), estar στα ισπανικά, to be στα αγγλικά, και kay ή και –sha- στη γλώσσα runasimi των Quechua, σχηματίζει τον ενεστώτα διαρκείας, εκλείπει από_την_άρνηση.
Είναι εντυπωσιακό να εξετάσουμε, τελειώνοντας αυτό το σύντομο εισαγωγικό σημείωμα, τη δημιουργία των ρηματικών τύπων:
tapu = ρίζα της έννοιας «ρωτώ»
tapuy = απαρέμφατο του ρήματος ρωτώ
tapuni = πρώτο πρόσωπο ενεστώτα οριστικής (εγώ ρωτώ)
tapuykuni = εγώ ρωτώ συνειδητά και λαμβάνοντας την τιμή
tapu(y)kushani = εγώ λαμβάνω ΤΩΡΑ την τιμή να ρωτήσω συνειδητά
tapu(y)kuspa kani = εγώ βρίσκομαι ΤΩΡΑ στην τιμητική θέση να σε ρωτήσω συνειδητά
tapuyuni = εγώ ρωτώ με τελετουργικό τρόπο
tapuyki = εγώ σε ρωτώ
tapuyukusayki = εγώ λαμβάνω την τελετουργική τιμή να σε ρωτήσω
tapuyuykimanchu = μπορώ εγώ να σε ρωτήσω μία φορά;
(Οι δύο τελευταίοι τύποι χρησιμοποιούνται στην καθημερινή ευγενική γλώσσα.)
Επίσης, είναι ενδιαφέρουσα η σύνταξη της κλασικής γλώσσας των Ίνκας, η οποία, όπως και η ιαπωνική και η τουρκική, θέτουν το ρήμα στο τέλος (SOV) και τοποθετούν τις προθέσεις μετά από τα ουσιαστικά και τα επίθετα (ΝΡ), όπως η Φινλανδική και η Ουγγρική. Δημιουργούν, δηλαδή, ένα ρηματικό φαινόμενο ανάλογο της γερμανικής_Endstellung:
-Noqa wayñuta Qosqopi páywan takishani.
-Εγώ «γουάϋνιου» το, Κούσκο στο, εκείνη με, χορεύω είμαι.
-Δηλαδή: Εγώ τώρα χορεύω «γουάϋνιου» με εκείνη στο Cuzco.
Σήμερα πλέον, η νέα υβριδική quechua ακολουθεί την ισπανική σύνταξη: υποκείμενο – ρήμα – αντικείμενο.