ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ Ι & ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Ακούστε το τραγούδι των Kjarkas από τη Βολιβία, με τίτλο: Surimaná και μεταφράστε τους στίχους που ακολουθούν.
K'arka σημαίνει: "τα ιερά ύδατα απ' όπου ανέτειλε ο θεός Ήλιος". Από αυτήν τη ρίζα προέρχεται το τοπωνύμιο της λίμνης Titicaca (Intiq K'arka).
(Για τη μετάφραση χρησιμοποιήστε το λεξικό που προτείνεται ως σύνδεσμος στην σελίδα του Αλφαβήτου.)
Waqay putipi saqerparer(q)kani.
Ama ripuychu; waqaspani war(a)ka.
Sapa paqarin yuyarispa kani.
Yuyarispataq sonqoypis waqani.
(Μετά από αυτό το τραγούδι, κάτω από το βίντεο, ακολουθεί ένα ποίημα για μετάφραση.)
Ακούστε το τραγούδι των Kjarkas από τη Βολιβία, με τίτλο: Surimaná και μεταφράστε τους στίχους που ακολουθούν.
K'arka σημαίνει: "τα ιερά ύδατα απ' όπου ανέτειλε ο θεός Ήλιος". Από αυτήν τη ρίζα προέρχεται το τοπωνύμιο της λίμνης Titicaca (Intiq K'arka).
(Για τη μετάφραση χρησιμοποιήστε το λεξικό που προτείνεται ως σύνδεσμος στην σελίδα του Αλφαβήτου.)
Waqay putipi saqerparer(q)kani.
Ama ripuychu; waqaspani war(a)ka.
Sapa paqarin yuyarispa kani.
Yuyarispataq sonqoypis waqani.
(Μετά από αυτό το τραγούδι, κάτω από το βίντεο, ακολουθεί ένα ποίημα για μετάφραση.)
Μεταφράστε το ποίημα:
Qanma kashanki llaki t'ika hina;
mana qhikiy sapiykikipis ratayta atinkichu.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΡΟΦΟΡΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΤΩΝ ΑΝΔΕΩΝ
Η ποίηση των Ίνκας έφτασε σε υψηλό καλλιτεχνικό επίπεδο, χάρη στη γλώσσα runasimi των Quechua, η οποία διαθέτει ελαστικότητα και μουσικότητα ευρείας κλίμακας. Επιπλέον, η διαπολιτισμικότητα εκείνης της κοινωνίας την ώθησε σε μία υψηλή σύνθεση αισθητικής εκλέπτυνσης. Ο βολιβιανός λόγιος Jesús Lara[1] αναφέρει ότι «δεν υπάρχει άλλη γλώσσα στον κόσμο ικανή να εκφράσει με ένα μόνο ρήμα τόσες ψυχικές καταστάσεις, τόσες βαθμίδες τρυφερότητας ή πάθους, θυμού ή καταφρόνιας. […] Είναι το πολυτιμότερο μνημείο μεταξύ όλων των εγερθέντων από την τιτάνια φυλή των Άνδεων, […] και Μούσα της είναι η φλογέρα zampoña.»
Είναι αναμενόμενος ο πεσιμισμός στην ποίηση ενός λαού που ζει σ’ ένα φυσικό περιβάλλον ανελέητο, και που οι κατακτητές του τον έχουν ακρωτηριάσει.
Δώδεκα είναι τα κυριότερα είδη της ινκαϊκής ποίησης:
1. haylli: θριαμβευτικός ύμνος θρησκευτικός, αγροτικός, πολιτικός ή στρατιωτικός, που υπερέχει στην μέγιστη των
τελετουργιών, την Intiqraymin, προς τιμήν του θεού Ηλίου. Έχει μορφή διαλόγου με κυρίαρχες τις ανδρικές φωνές
και ως αντίστιξη τις γυναικείες.
2. arawi: ρομαντική μπαλάντα, κατ’ εξοχήν λυρική, που υμνεί τον έρωτα. Είναι χορευτική μελωδία και διαιρείται σε
τρία είδη:
2.α. haray arawi: για τη θλίψη του έρωτα,
2.β. sank’ay arawi: για την εξιλέωση των ερωτικών ενοχών, και
2.γ. warihsa arawi, ή kusi, ή sumaq arawi: για τις χαρές και τις απολαύσεις του έρωτα.
3. wayñu (huayño): συνδυασμός ποίησης, μουσικής και χορού. Παρουσιάζει μεταφορικά τη λεπτότητα, αλλά και την
τόλμη.
4. qhashwa
5. taki
6. samakueka
7. qhaluyu Αυτά τα τέσσερα είδη είναι επίσης ερωτικά, όμως πιο εορταστικά και λιγότερο εκλεπτυσμένα.
8. wawaki: ποίημα ερωτικό, αλλά και μαγικο-θρησκευτικό, για την προστασία της καλλιεργημένης γης από τις φυσικές καταστροφές. 9. wanqa: είναι η κατ’ εξοχήν ποίηση των Ίνκας του Περού, που πλησιάζει περισσότερο στο arawi των Aymara της Βολιβίας. Παρουσιάζει συγγενείς μορφές με την ευρωπαϊκή ελεγεία.[2] Χρησιμοποιείται ως μοιρολόι για τον αποχαιρετισμό των αναχωρητών ή των νεκρών. Πρέπει, επίσης, να αναφερθεί εδώ και το θεατρικό δράμα aránway, που μετέπειτα δέχτηκε ισπανικές επιρροές από τον 16ο αιώνα.
Οι ποιητές (yarawí, arawiku) συνέθεταν τα μελοποιημένα ποιήματα για το θέατρο (aranwa), όπου οι ηθοποιοί (saynataruna) ερμήνευαν τους έμμετρους διαλόγους φορώντας μάσκες (saynata).
Ο Wamán Puma de Ayala[3] αναφέρει το χορό llamaya, που αναπαριστά τους βοσκούς με τα λάμας, το harawayo –το χορό των γεωργών, τον kachiwa, δηλ. το χορό της ευθυμίας, και προσθέτει ότι «εάν αυτοί οι χοροί δεν συνοδεύονταν από πολύ ποτό, θα μπορούσαμε να πούμε ότι αντιπροσώπευαν την έκφραση της απόλυτης ευτυχίας.»
[1] Lara, Jesús: La literatura quechua, Argentina, 1960.
[2] Βλ.: Σιμωνίδης ο Κείος (Κέα, 557/6 π.Χ. – Σικελία, 468 π.Χ.). Ελεγειακός, λυρικός ποιητής, ο οποίος με λιτό, ιωνικό γλωσσικό υλικό, και ταπεινά επιβλητικό, κατορθώνει να φέρει σε σύγκλιση την βαθιά απλότητα με την βαθιά τραγικότητα. Είναι παροιμιώδης η έκφραση: «πιο λυπηρό κι από τα δάκρυα του Σιμωνίδη». Ατενίζει τις βασικές ανθρώπινες καταστάσεις με συγκινησιακό μινιμαλισμό (ας μας επιτραπεί ο υπερβατικός όρος), και τον θάνατο και τη συμφορά με τυπικά (αρχαίο)ελληνικό τρόπο, δηλώνοντας την αβεβαιότητα της ζωής με συμβουλευτικό ύφος:
[Άνθρωπος εών μη ποτε φάσηις ό τι γίνεται αύριον, / μηδ’ άνδρα ιδών όλβιον όσσον χρόνον
έσσεται˙ / ωκεία γαρ ουδέ τανυπτερύγου μυίας ούτως α μετάστασις.]
(Άνθρωπος όντας, ποτέ μην πεις τι μέλλει αύριο να γίνει, / ούτε κι αν άνθρωπο δεις να ευτυχεί, <μην του προβλέψεις> για πόσον καιρό έτσι θα παραμείνει˙ / γιατί τόσο γρήγορη ούτε της ευρύπτερης λιμπελούλας δεν είναι η αλλαγή <της μοίρας>.) (Μτφρ.: Η. Ταμπουράκης)
[3] Ιθαγενούς καταγωγής ιστορικός του Περού.
Qanma kashanki llaki t'ika hina;
mana qhikiy sapiykikipis ratayta atinkichu.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΡΟΦΟΡΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΤΩΝ ΑΝΔΕΩΝ
Η ποίηση των Ίνκας έφτασε σε υψηλό καλλιτεχνικό επίπεδο, χάρη στη γλώσσα runasimi των Quechua, η οποία διαθέτει ελαστικότητα και μουσικότητα ευρείας κλίμακας. Επιπλέον, η διαπολιτισμικότητα εκείνης της κοινωνίας την ώθησε σε μία υψηλή σύνθεση αισθητικής εκλέπτυνσης. Ο βολιβιανός λόγιος Jesús Lara[1] αναφέρει ότι «δεν υπάρχει άλλη γλώσσα στον κόσμο ικανή να εκφράσει με ένα μόνο ρήμα τόσες ψυχικές καταστάσεις, τόσες βαθμίδες τρυφερότητας ή πάθους, θυμού ή καταφρόνιας. […] Είναι το πολυτιμότερο μνημείο μεταξύ όλων των εγερθέντων από την τιτάνια φυλή των Άνδεων, […] και Μούσα της είναι η φλογέρα zampoña.»
Είναι αναμενόμενος ο πεσιμισμός στην ποίηση ενός λαού που ζει σ’ ένα φυσικό περιβάλλον ανελέητο, και που οι κατακτητές του τον έχουν ακρωτηριάσει.
Δώδεκα είναι τα κυριότερα είδη της ινκαϊκής ποίησης:
1. haylli: θριαμβευτικός ύμνος θρησκευτικός, αγροτικός, πολιτικός ή στρατιωτικός, που υπερέχει στην μέγιστη των
τελετουργιών, την Intiqraymin, προς τιμήν του θεού Ηλίου. Έχει μορφή διαλόγου με κυρίαρχες τις ανδρικές φωνές
και ως αντίστιξη τις γυναικείες.
2. arawi: ρομαντική μπαλάντα, κατ’ εξοχήν λυρική, που υμνεί τον έρωτα. Είναι χορευτική μελωδία και διαιρείται σε
τρία είδη:
2.α. haray arawi: για τη θλίψη του έρωτα,
2.β. sank’ay arawi: για την εξιλέωση των ερωτικών ενοχών, και
2.γ. warihsa arawi, ή kusi, ή sumaq arawi: για τις χαρές και τις απολαύσεις του έρωτα.
3. wayñu (huayño): συνδυασμός ποίησης, μουσικής και χορού. Παρουσιάζει μεταφορικά τη λεπτότητα, αλλά και την
τόλμη.
4. qhashwa
5. taki
6. samakueka
7. qhaluyu Αυτά τα τέσσερα είδη είναι επίσης ερωτικά, όμως πιο εορταστικά και λιγότερο εκλεπτυσμένα.
8. wawaki: ποίημα ερωτικό, αλλά και μαγικο-θρησκευτικό, για την προστασία της καλλιεργημένης γης από τις φυσικές καταστροφές. 9. wanqa: είναι η κατ’ εξοχήν ποίηση των Ίνκας του Περού, που πλησιάζει περισσότερο στο arawi των Aymara της Βολιβίας. Παρουσιάζει συγγενείς μορφές με την ευρωπαϊκή ελεγεία.[2] Χρησιμοποιείται ως μοιρολόι για τον αποχαιρετισμό των αναχωρητών ή των νεκρών. Πρέπει, επίσης, να αναφερθεί εδώ και το θεατρικό δράμα aránway, που μετέπειτα δέχτηκε ισπανικές επιρροές από τον 16ο αιώνα.
Οι ποιητές (yarawí, arawiku) συνέθεταν τα μελοποιημένα ποιήματα για το θέατρο (aranwa), όπου οι ηθοποιοί (saynataruna) ερμήνευαν τους έμμετρους διαλόγους φορώντας μάσκες (saynata).
Ο Wamán Puma de Ayala[3] αναφέρει το χορό llamaya, που αναπαριστά τους βοσκούς με τα λάμας, το harawayo –το χορό των γεωργών, τον kachiwa, δηλ. το χορό της ευθυμίας, και προσθέτει ότι «εάν αυτοί οι χοροί δεν συνοδεύονταν από πολύ ποτό, θα μπορούσαμε να πούμε ότι αντιπροσώπευαν την έκφραση της απόλυτης ευτυχίας.»
[1] Lara, Jesús: La literatura quechua, Argentina, 1960.
[2] Βλ.: Σιμωνίδης ο Κείος (Κέα, 557/6 π.Χ. – Σικελία, 468 π.Χ.). Ελεγειακός, λυρικός ποιητής, ο οποίος με λιτό, ιωνικό γλωσσικό υλικό, και ταπεινά επιβλητικό, κατορθώνει να φέρει σε σύγκλιση την βαθιά απλότητα με την βαθιά τραγικότητα. Είναι παροιμιώδης η έκφραση: «πιο λυπηρό κι από τα δάκρυα του Σιμωνίδη». Ατενίζει τις βασικές ανθρώπινες καταστάσεις με συγκινησιακό μινιμαλισμό (ας μας επιτραπεί ο υπερβατικός όρος), και τον θάνατο και τη συμφορά με τυπικά (αρχαίο)ελληνικό τρόπο, δηλώνοντας την αβεβαιότητα της ζωής με συμβουλευτικό ύφος:
[Άνθρωπος εών μη ποτε φάσηις ό τι γίνεται αύριον, / μηδ’ άνδρα ιδών όλβιον όσσον χρόνον
έσσεται˙ / ωκεία γαρ ουδέ τανυπτερύγου μυίας ούτως α μετάστασις.]
(Άνθρωπος όντας, ποτέ μην πεις τι μέλλει αύριο να γίνει, / ούτε κι αν άνθρωπο δεις να ευτυχεί, <μην του προβλέψεις> για πόσον καιρό έτσι θα παραμείνει˙ / γιατί τόσο γρήγορη ούτε της ευρύπτερης λιμπελούλας δεν είναι η αλλαγή <της μοίρας>.) (Μτφρ.: Η. Ταμπουράκης)
[3] Ιθαγενούς καταγωγής ιστορικός του Περού.