ΑΝΘΡΩΠΟΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΣΤΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ ΤΩΝ ΑΝΔΕΩΝ [1]
Πολύ λίγα σημεία στην υδρόγειο έχουν τόσο ευρεία γεωγραφική βιοποικιλότητα όσο η Aμερικανική ήπειρος με τα πολλαπλά ονόματα, η οποία περιλαμβάνει σχεδόν κάθε οικολογικό μικρόκοσμο μέσα στο μακρόκοσμό της, από τις καλυμμένες με χιόνι ημιέρημες εκτάσεις των υψιπέδων των Άνδεων στο Περού και στο Altiplano της Βολιβίας με τα μοβ παστέλ, ανοιχτοπράσινα και ζαχαρί έως και κοκκινωπά χρώματα πάνω στο μολυβί ανδεσίτη, της Sierra Madre στο Μεξικό και της Roraima στη Βραζιλία και στη Βενεζουέλα με τους υψηλότερους καταρράκτες στον κόσμο, μέχρι τις ερήμους στο Trujillo του Περού δίπλα στη θάλασσα, ή στην Arizona των Ηνωμένων Πολιτειών, από τα φαράγγια της Colca με τους κόνδορες –τους ιερούς καθοδηγητές των προσκυνητών του Ήλιου στο Περού και του Χαλκού -(Cañón del Cobre) στο Μεξικό, ως τις ζούγκλες με τα μαύρα, στιλπνά πούμα και τα χρυσοπράσινα παραδείσια πτηνά quetzal –από τα οποία έφτιαξαν το στέμμα του Moctezuma Xocoyotzin του Δεύτερου- στην Κεντρική αλλά και στη Νότια Αμερική, στην Κόστα Ρίκα ή στην Κολομβία με τις καταρρακτώδεις βροχές, τα βραχώδη νησιά Ballestas με τους θαλάσσιους λέοντες του Ειρηνικού στο Περού, ή τις λευκές παραλίες της Καραϊβικής με τα μαύρα κορμιά -τα ερωτικά- στη Τζαμάικα, και τον Αμαζόνιο –που πηγάζει απ’ το Περού- με τις πολύχρωμες, πολύσχημες ορχιδέες, ή τους μπλε παγετώνες Torres del Paine της Παταγονίας και της Γης του Πυρός.
Οι καταβολές του ανθρώπου χάνονται στην καταχνιά των Apu Achachila -των Υψηλών Νεφελωδών Κορυφών των Άνδεων -που για τους γηγενείς είναι θεοί-παππούδες. Ασιατική και μαλαιοπολυνησιακή η ρίζα τους! Από ΄κεί ταξίδεψαν –οδοιπόροι και θαλασσοπόροι- για να φτάσουν απ’ τ’ ανοιχτό πέλαγος στην υψηλή γη. Όμως κι η σημερινή πολιτισμική ταυτότητα (γενικότερα των Λατινοαμερικανών) είναι συγκεχυμένη: ιθαγενείς απόγονοι των Ίνκας στο Περού, των Aymara στη Βολιβία, των Αζτέκων στο Μεξικό, των Μάγιας στη Γουατεμάλα και στο Μεξικό, των Γουαρανί στην Παραγουάη κι άλλων τριών χιλιάδων φυλών σε μια Βαβέλ γλωσσών, διαλέκτων και ιδιωμάτων: runasimi και aymara για τη θρησκευτική και κοσμική ποίηση στις Άνδεις, náhuatl για τους κώδικες της Μέσης Αμερικής σε φυτικό χαρτί ámatl, k’iché για τη Βίβλο των Μάγιας, mby’á για την οικολογική μυθολογία των θεολόγων του Chaco στην Παραγουάη. Λευκοί άνθρωποι, δισέγγονα των Ισπανών και Πορτογάλων κατακτητών και των Άγγλων και Γάλλων αποικιοκρατών (χωρίς να εξαιρέσουμε και τους λιγοστούς Ολλανδούς και Δανούς της Καραϊβικής, τους Γερμανο-Ελβετούς της Βραζιλίας και της Αργεντινής και τους Εβραίους, Ιταλούς και Κινέζους μετανάστες), αφρικανοί -παιδιά των σκλάβων από τις περιοχές των Yorubá -και μιγάδες: mestizos –γεννήματα από έρωτες αλλά και από βιασμούς ινδιάνων από λευκούς. Λευκών κι αφρικανών παιδιά οι mulatos, αφρικανών και ινδιάνων οι guajiros, κινέζων και αφρικανών οι zambos.
Εξήντα πέντε εκατομμύρια χρόνια[2] χρειάστηκε η Γη για να δημιουργήσει την Cordillera των Άνδεων με το αχανές Altiplano –το βολιβιανό Υψίπεδο -την Κοιλάδα της Σελήνης με τις βραχώδεις απολήξεις σαν γοτθικούς ναούς-, το Uyuni με τις γαλανόλευκες αλυκές του πάνω στα βουνά, και την Aconcagua, την αργεντινή κορυφή των επτά χιλιάδων μέτρων. Κι άλλα εικοσιπέντε χιλιάδες χρόνια έχουν περάσει από τη γέννηση της Titicaca –της Inti Kjarkas- των Ιερών Υδάτων του Ηλίου με τα οκτώ χιλιάδες τετραγωνικά χιλιόμετρα σε υψόμετρο τεσσάρων χιλιάδων μέτρων!
Λαμπερά τα ασημοντυμένα μνημεία του Tiwanaku στη Βολιβία με φόντο το μπλε-κοβάλτιο του ουρανού, όμως σκοτεινή η προέλευση των Aymara και των προγόνων τους που το κατασκεύασαν. Ιριδίζοντα τα χρυσά κοσμήματα στο Μουσείο Larco Herrera του Περού, αλλά θολή η καταγωγή των Ίνκας, που ένωσαν τους λαούς του πανανδικού πολιτισμού σε μία δική τους, παγκοσμιοποιημένη Pax Incaica.
Δεκαπέντε χιλιάδες χρόνια παρεμβάλλονται ανάμεσα σ’ εμάς, τους αναγνώστες της ινκαϊκής ποίησης, και σ’ εκείνους τους νομάδες που έχοντας περάσει τον Βερίγγειο Πορθμό, ή έχοντας διασχίσει τον Ειρηνικό Ωκεανό, έγιναν οι πρώτοι Ασιάτες αναρριχητές των Άνδεων, γυρεύοντας στην αρχή βολβούς και θηράματα, κι ύστερα, εκτρέφοντας τις προβατοκαμήλους llamas, καλλιεργώντας δημητριακά quinoa και καλαμπόκι και φτιάχνοντας τα πρωτόλεια εργαλεία τους από οψιδιανό.
Η φύση στη yunga, στα 1000 με 2000 μέτρα υψόμετρο, στη ceja de la selva –το φρύδι του δάσους, όπως ονόμασαν αργότερα οι Ισπανοί το kishwar, την καλλιεργήσιμη περιοχή ανάμεσα στα 2 με 3 χιλιάδες μέτρα -που έδωσε το όνομά του στους Quechua, τους καλλιεργητές της γης που λάτρευαν τον Ίνκα, τον άρχοντα και προσκυνητή του θεού Ήλιου -στο suni και στην puna, την τούνδρα που φτάνει μέχρι τα 4800 μέτρα ψηλά, μέσα στη ζάλη της δύσπνοιας του υψομέτρου, παρακίνησε απ’ το έτος 1000 π.Χ. μέχρι το 1200 μ.Χ. τον πρωταρχικό άνθρωπο στο σημερινό κεντρικό Περού, να δημιουργήσει στο Chavín de Huántar, έναν πολιτισμό τριών οικολογικών επιπέδων σε διαδικασία σταδιακής αστικοποίησης και δείγματα κατασκευών τελετουργικού χαρακτήρα, με αρχαιότερα εκείνα του Kotosh, από το 2500 π.Χ. Η γλυπτική ήταν το όχημα έκφρασης εκείνου του λαού χωρίς γραφή.
Την ίδια εποχή περίπου και μέχρι το 200 μ.Χ., στο Paracas και στη Nazca του νότιου Περού, (μέχρι το 600 μ.Χ.), ο άνθρωπος των Άνδεων χάραξε δρόμους στην ορεινή έρημο για να τον βοηθούσαν οι θεοί με τα φυσικά τους φαινόμενα να καλλιεργεί έγκαιρα τη γη, ντυμένος με μάλλινα ponchos σε χρώματα γήινα.
Σχεδόν συγχρόνως, οι Moche (200 π.Χ.-700 μ.Χ.) συνδύασαν δύο τέχνες, την κεραμική με τη γλυπτική, δημιουργώντας huacas-retrato, δηλαδή αμφορείς με ανάγλυφα πορτραίτα υπαρκτών προσώπων, που σήμερα φυλάνε τα μυστικά της πολιτισμικής τους νοοτροπίας στ’ άλαλα πρόσωπά τους.
Για μισή χιλιετία, από το 1000 έως το 1470 μ.Χ., οι Chimú, στο Chanchán του βόρειου Περού, έχτιζαν τον «υδραυλικό» τους πολιτισμό, οδηγώντας το γλυκό νερό από τα γύρω βουνά στην άγονη έρημο και καθιστώντας την έγκυο στα θεϊκά προϊόντα διατροφής που έθρεψαν την κουλτούρα τους, και στολίζονταν με χρυσάφι και φτερά τροπικών πουλιών.
Από την άλλη πλευρά των Άνδεων, στο Tiwanaku της Βολιβίας, κοντά στη ζωογόνο λίμνη Titicaca, στην Πόλη-Ιερό την προσανατολισμένη στ’ άστρα, οι Aymara, από το 200 π.Χ. μέχρι το 600 μ.Χ. –για μία περίοδο που αντιστοιχεί αμυδρά με τη Ρωμαϊκή και την Πρωτοβυζαντινή του «δυτικού» μας κόσμου- τρέφονταν με chuño -κατεψυγμένες πατάτες του χιονιού- εξέτρεφαν προβατοκαμήλους guanaco, εξόρυσσαν από τη Μάνα τους τη Γη βωξίτη, κατασκεύαζαν πέτρινους μονολιθικούς θεούς, έχτιζαν πυραμίδες διακοσμημένες με ανάγλυφα σύμβολα και ταξίδευαν στις νεφέλες της ορεινής φύσης του Qh'ollasuyu και του νου τους καταναλώνοντας φύλλα κόκας (qoqa). Η πρωτοποριακή τους τέχνη εκφράζει τους θρησκευτικούς μύθους και την πολιτιστική ιστορία του τόπου. Είναι ο θεματοφύλακας της ιδιοσυγκρασίας αυτού του ιδιότυπου νοτιοαμερικανικού πολιτισμού. Οι πρόγονοί τους, της ομογλωσσίας jaqaru, από το 1.200 π.Χ., αλλά και οι απόγονοί τους και ιδρυτές της αυτοκρατορίας των Ίνκας, που κρατήθηκε στο θρόνο των Άνδεων μέχρι και την ισπανική κατάκτηση του δέκατου έκτου αιώνα, άφησαν σ’ εμάς, τους κοινούς θνητούς του σύγχρονου κόσμου, την ποίησή τους αλλά και τη γλώσσα τους την ποιητική.
Από το έτος 500, έως το 1000 μ.Χ., η αυτοκρατορία Wari, γέννημα-θρέμμα του Tiwanaku, επεκτείνει την ενοποιητική πολιτική και την πολιτιστική εξουσία που θα ολοκληρωθεί με την άνοδο των Ίνκας.
Τέλος, οι Ίνκας[3], στα περίπου εκατό μοναδικά χρόνια της ύπαρξής τους από το 1438 έως το 1533, μ.Χ. φυσικά, ίδρυσαν την Αυτοκρατορία τους στο Tawantinsuyu –«Τα Τέσσερα Σημεία του Ορίζοντα»- που κάλυπτε τις αντίστοιχες εκτάσεις της σημερινής Νότιας Κολομβίας, του Ισημερινού (Ecuador), του Περού, της ορεινής Βολιβίας, της βόρειας Αργεντινής και της Χιλής (ως το Santiago), κι έχτισαν την πρωτεύουσά τους στο Cuzco (Qosqo), που σημαίνει Ομφαλός της Γης. (Από το 1200 έως το 1400 διανύουν μία μυθική περίοδο της ύπαρξής τους, χωρίς καταγραφές ιστορικών γεγονότων.) Στο Cusco, λοιπόν, οργανώνουν μία μεταβατική κρατική δομή με πρωτογενή σοσιαλιστικά πρότυπα επαναδιανομής των αγαθών, αλλά και έντονα θεοκρατικά στοιχεία λατρείας του Ήλιου στο πρόσωπο του Ίνκα, βασιζόμενοι στη mita –ένα σύστημα εκ περιτροπής προσφοράς δωρεάν εργασίας και γνώσεων για τις καλλιέργειες, την κτηνοτροφία, την κατασκευή αντικειμένων και –φυσικά- την πολιτισμική νοοτροπία, για «το κοινό όφελος». Πρόκειται, λοιπόν, για ένα είδος αρχαίας παγκοσμιοποίησης. Γι’ αυτόν το σκοπό, διενεργούν με στρατιωτικά μέσα μετακινήσεις μεταναστευτικού χαρακτήρα ολόκληρων ayllu[4] –οικογενειακών πρωτοαστικών πυρήνων- με αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός υβριδικού πολιτισμού στα πλαίσια της παγκοσμιοποιημένης τους αυτοδιοικούμενης «συμπολιτείας». Αναπτύσσουν την αστρονομία, τα μαθηματικά και τις αυτοκρατορικές τους τέχνες (κεραμική, υφαντουργία και χρυσοχοΐα), την κυκλώπεια αρχιτεκτονική και την πολεοδομία (που βλέπουμε σήμερα στα τείχη του Saksaywamán), τη μουμιοποίηση των αγαπημένων τους νεκρών και μία μέθοδο καταγραφής της προφορικής τους γλώσσας με qipu –συστήματα κόμπων διαφόρων ειδών σε σχοινιά ποικίλων μεγεθών και χρωμάτων, στα οποία αρχικά καταχωρούσαν τα στοιχεία του ανθρώπινου δυναμικού και των οικονομικών μεγεθών της αυτοκρατορίας τους. Οι qipukamayoqkuna -οι «γραφιάδες των κόμπων»- ήταν εκείνοι που τήρησαν κατά… «γράμμα» τη ρήση «awatkipasipjhañanakasataq» των προδρόμων τους των Aymara, που μονολεκτικά προστάζει: «να είσαι άγρυπνος φρουρός για να διατηρείς την ακεραιότητά μας, δηλαδή να διαφυλάττεις τις αξίες των προγόνων μας και να τις μεταδίδεις στις νεότερες γενιές του πολιτισμού μας». Watanay, πάντως, στα ινδιάνικα σημαίνει «δένω».
Πρόσωπα θεϊκά, ηρωικά και βασιλικά, που ίπτανται ανάμεσα στους κόσμους της πραγματικότητας και του ονείρου, πρωταγωνιστούν στην ποίηση των Ίνκας: ο πατέρας θεός Ήλιος Tata Inti, η Μητέρα θεά Σελήνη Mama Killa, ο πολιτιστικός ήρωας Wiraqhocha που γεννήθηκε από τα ιερά ύδατα της λίμνης Titicaca, («Βιρακότσα» αποκαλούν ακόμα και σήμερα οι ινδιάνοι όσους λευκούς περιφέρονται στα μέρη τους), οι τέσσερεις αδελφοί Ayar, που βγήκαν απ’ τα έγκατα του σπηλαίου Paqariqtanpu και ίδρυσαν το Cusco, η Mama Oqllo –η σύζυγος και αδελφή του πρώτου από τους δεκατρείς αυτοκράτορες, του Mallku Qhapaq, οι Παρθένες του Ηλίου -παλλακίδες του Ίνκα και θύματα ανθρωποθυσιών –όπως η μούμια της μικρής Juanita απ’ το Nevado del Ampato-, o Pachakuteq –ο Αυτοκράτορας που επέφερε ριζικές κοινωνικο-θρησκευτικές αλλαγές ανάμεσα στους Quechua (Ίνκας ονομάζονταν μόνο η κάστα των διοικούντων), ο Sinchi Ollanta, ο στρατηγός που ερωτεύτηκε την κόρη του Ίνκα, κι εκείνος του αρνήθηκε την ευχή του, κι ο Atahuallpa, ο τραγικός τελευταίος αυτοκράτορας που σκότωσαν οι Ισπανοί κονκισταδόρες.
Αυτοί οι τελευταίοι, με αρχηγό τον Francisco Pizarro, σε συνεργασία με τον Diego de Almagro και τον Hernando de Luque, και με την καθοδήγηση του Πέτρου του εκ Χάνδακος (Pedro de Candía), εκμεταλλευόμενοι την εμφύλια σύρραξη μεταξύ των πριγκίπων Atahuallpa και Huáscar, παγιδεύουν κι εκτελούν στις 29 Αυγούστου του 1533 τον τελευταίο Αυτοκράτορα των Ίνκας, παρ’ όλο ότι τους πλήρωσε τα λύτρα σε χρυσάφι κι ασήμι που τους είχε υποσχεθεί. Το Cusco γκρεμίζεται και πάνω στα κατάλοιπα της μεγαλιθικής του τοιχοποιίας, χτίζεται το νέο Cuzco, με την ισπανική του αρχιτεκτονική από την Extremadura, τους λευκούς τοίχους με τις μπλε πόρτες, τα μπαρόκ ξύλινα μπαλκόνια και τα κεραμίδια στις δίρριχτες στέγες. Η Qhorikancha, ο Χρυσός Περίβολος μετατρέπεται σε Μονή του Santo Domingo, ενώ το χρυσό άγαλμα του θεού Ήλιου παίζεται στα ζάρια και χάνεται για πάντα από προσώπου γης. Από τότε, ο ινδιάνος από «Quechua –καλλιεργητής της Γης», ονομάζεται «runa -κατώτερος άνθρωπος». Μόνο του στήριγμα, η πεντατονική του μουσική και οι ποιητικοί του στοίχοι, με τους οποίους μπορεί να κάνει το μοναδικό πράγμα που του επιτρέπεται μέχρι και σήμερα: να κλαίει…
«Qanma kashanki llaki t'ika hina;
mana qhikiy sapiykikipis ratayta atinkichu.»[5]
«Θλιμμένη είσαι τώρα, σα λουλούδι μαραμένο,
που ούτε στις ίδιες σου τις ρίζες πια δεν μπορείς να στηριχτείς.»
Μία προσπάθεια αναγέννησης γίνεται στα 1536 από τον Manco Capac το Δεύτερο, ο οποίος, αφού πολιόρκησε το Cuzco, κατέφυγε στα βουνά της Vilcabamba, ιδρύοντας εκεί το Machu Picchu, τη χαμένη πόλη των Ίνκας, που τετρακόσια χρόνια αργότερα θα ανακάλυπτε ο Hiram Bingham για λογαριασμό της Αμερικανικής National Geographic Society.
Αυτά κι άλλα πολλά διαβάζουμε στα «Βασιλικά Σχόλια» του Inca Garcilaso de la Vega, στα 1610.
Ο José Gabriel Tupac Amaru ο Δεύτερος ξεσηκώνει επανάσταση στα 1780, και δίνει έμπνευση στους σημερινούς αντάρτες tupamarus.
Στα 1824, μετά τη μάχη του Ayacucho που εξασφάλισε την ανεξαρτησία του Περού, ο Simón Bolívar, στην απελευθερωτική του προσπάθεια, πλήττει την ύπαρξη των ιθαγενών κοινοτήτων, καταργώντας την κοινοτική ιδιοκτησία κι επιβάλλοντάς τους βαριά φορολογία.
Το Σύνταγμα του 1919 παραχωρεί νομική υπόσταση στους ιθαγενείς του Περού, ενώ ο βολιβιανός Πρόεδρος Paz Estensoro ευνοεί στα 1953 τους ινδιάνους.
Εν τέλει, στα 1975, ο περουβιανός Πρόεδρος Velasco Alvarado κάνει επίσημη τη γλώσσα runasimi των ιθαγενών Quechua, των απογόνων, δηλαδή, των Ίνκας.
Και στις 2 Μαρτίου του 1980, οι varayoq –οι παραδοσιακοί αρχηγοί των Quechua ανακηρύσσουν το Ollantaytambo Παγκόσμια Πρωτεύουσα του Ινδιάνικου Κόσμου και διακηρύσσουν τα δικαιώματα όλων των ιθαγενών λαών που υποφέρουν από τα δεινά τα οφειλόμενα στο δυτικό πολιτισμό, ο οποίος, μετά από πολλούς αιώνες κυριαρχίας, εξάντλησε όλες του τις δυνατότητες χωρίς να μπορέσει να φτάσει σε μία παγκόσμια κοινωνία, αρμονική και δίκαιη.
Σήμερα πια, παρ’ όλες τις επιρροές που έχει επιβάλλει ο τουρισμός, οι ιθαγενείς των Άνδεων προσπαθούν ακόμη να ζουν τηρώντας τις βασικές έννοιες του αρχαίου τους πολιτισμού. Κυκλοφορούν ντυμένοι με τη χαρακτηριστική ruana –το γνωστό σ’ εμάς «πόντσο», άλλοτε στα χρώματα τ’ ουράνιου τόξου, κι άλλοτε σε γήινες αποχρώσεις. Οι άνδρες, φορούν το ch’ullu –τον πλεκτό μυτερό σκούφο που καλύπτει και τ’ αφτιά -ενώ οι γυναίκες χρησιμοποιούν ένα χαρακτηριστικό «ανδρικό» καπέλο, και κουβαλούν τα μωρά τους μέσα στο p’ullu –ένα «σακίδιο» από πολύχρωμη κουβέρτα που ρίχνουν από τους ώμους στην πλάτη. Ασχολούνται ακόμη με τη λιμναία αλιεία και την κτηνοτροφία, όπως δείχνουν και τα ανάγλυφα μοτίβα στο Tiwanaku, και διατηρούν το σύστημα αυτοδιοίκησης ayllu από την προϊνκαϊκή εποχή. Όμως έχει φτάσει η ώρα ν’ αναπτυχθεί αυτή η περιοχή της υφηλίου. Παρ’ όλ’ αυτά, τα κοινωνικά προβλήματα και οι δεισιδαιμονίες βρίσκουν πρόσφορο έδαφος ακόμη και στις υψηλά ιστάμενες τάξεις.[6] Οι νέοι, τουλάχιστον όσοι δεν είναι καθαρόαιμοι ιθαγενείς, έχουν βγάλει το πόντσο, προτιμούν να μορφώνονται και ακολουθούν σύγχρονα επαγγέλματα. Ευτυχώς, πάντως, δεν ακούν μόνο σύγχρονη μουσική, αλλά και την παραδοσιακή με τα μικτά ινδιάνικα και ισπανικά στοιχεία. Αυτή η μουσική ερμηνεύεται κυρίως με πνευστά όργανα, όπως η zampoña -η γνωστή στον αρχαίο Ελληνικό πολιτισμό σύριγγα του Πάνα, (σε διάφορα μεγέθη: sicu, zanka, toyo), που μιμείται τον άνεμο στις Άνδεις και οι φλογέρες pinkillo, pututu (από κοχύλι), pirutu (από πηλό), tarka (αερόφωνο από ξύλο) και qena, από κόκαλο κόνδορα ή καλάμι. Άλλα μουσικά όργανα είναι έγχορδα, όπως το charango –ένα είδος κιθάρας φτιαγμένης από το κέλυφος του αρμαδίλλιο, που πρωτοεμφανίστηκε στην περίοδο της ισπανικής αποικιοκρατίας κι ήταν απαγορευμένο λόγω της μελωδικότητάς του που ξεσήκωνε επαναστάσεις, αλλά και από ορισμένα περίεργα κρουστά όργανα συνοδείας, όπως το kchullu-kchullu, που αποτελείται από οπλές της προβατοκαμήλου llama και το kchalla-kchalla -τον κάκτο με τα εσωτερικά αγκάθια και τα κοχύλια, που λειτουργεί ως έγχορδο και μιμείται τον ήχο της βροχής που πέφτει στη λίμνη. Άλλα όργανα συνοδείας είναι τα τύμπανα tinya (μικρό) και wánkar (μεγάλο). Μέσα από τους λυρικούς στίχους αυτών των μελοποιημένων ποιημάτων, εκφράζεται η δύναμη του ανθρώπου που δαμάζει τη σκληρή φύση των βουνών, αλλά και η θλίψη του για την καταστροφή του ντόπιου πολιτισμού.[7]
[1] Βλ. βιβλιογραφία:
Favre, Henri: Les Incas, Paris, Presses Universitaires de France, 1972.
Métraux, Alfred: Les Incas, Ελλ. Μτφρ.: Ε. Φαμελιάδου, Εναλλακτικές Εκδ. 1997.
Urton, Gary : Inca Myths, British Museum Press, 1999.
Boero Rojo, Hugo: La civilización andina, Edi. Alcegraf, Bolivia, 1991.
Reinhard, Johan: Las líneas de Nazca, Edi. Los Pinos, Perú, 1997.
Albarracín Jordan, Juan: Arqueología de Tiwanaku, Fundación Bartolomé de Las Casas, Bolivia, 1999.
[2] Οι χρονολογήσεις αυτού του κειμένου, τόσο οι γεωπαλαιοντολογικές, όσο και οι αρχαιοανθρωπολογικές, αναφέρονται κατά προσέγγιση, δεδομένου ότι αυτό το βιβλίο είναι ένα ανθολόγιο ποίησης και όχι συ(γγ)ρραφή αρχαιολογικών αναλέκτων.
[3] Η αυτοκρατορία των Ίνκας συνδύαζε τον απόλυτο δεσποτισμό με την ανεκτικότητα. Η βασιλική θέληση έφτανε στο λαό μέσω των τοπικών αρχηγών. Οι πιο πρωτότυπες πλευρές αυτού του πολιτισμού είναι η τριμερής διαίρεση των γαιών, τα μοναστήρια των Παρθένων του Ηλίου, οι κρατικές αποθήκες, οι στατιστικές και το οδικό δίκτυο, που αντανακλούν μία ιδιάζουσα αντίληψη για τις υποχρεώσεις των υπηκόων έναντι του ανώτατου άρχοντα, όπως και μία αξιοπρόσεκτη εφευρετικότητα για τη σωστή κατανομή του ανθρώπινου δυναμικού και των προϊόντων –αγαθά που εξασφάλιζε η ιμπεριαλιστική πολιτική τους.
Η ινκαϊκή κοινωνία δεν εφάρμοσε τη δουλοκτησία με την κοινή έννοια του όρου.
Η γη ανήκε στους θεούς, στον Ίνκα και στις κοινότητες των υπηκόων. Η «θεϊκή υπερτροφή» των quechua, κλειδί του πανανδικού πολιτισμού, ήταν η πατάτα. Το δημητριακό qinoa και το καλαμπόκι κατείχαν επίσης σημαντική θέση στη διατροφή τους, όπως και το παστό κρέας από προβατοκάμηλο llama και το ψάρι karachi. Τα τρόφιμα συγκεντρώνονταν στις κρατικές αποθήκες, καταγράφονταν στα qipu –τα σχοινιά με τους κόμπους- κι επαναδιανέμονταν στο λαό, ανάλογα με τις ανάγκες της κάθε περιοχής.
Ιδιοκτησία δεν υφίστατο, ούτε και προσωπική φορολογία, αλλά κοινοτική. Αντί για προσωπικούς φόρους, οι υπήκοοι ήταν υποχρεωμένοι να παρέχουν δωρεάν τις χειρονακτικές τους υπηρεσίες.
Οι Aqllakuna –οι Παρθένες του Ηλίου, ή Επίλεκτες- ήταν όμορφα κορίτσια που διέμεναν μόνιμα κλεισμένα σε ναούς, και χρησίμευαν ως κεντήστρες ή παλλακίδες του αυτοκράτορα. Ενίοτε δε, θυσιάζονταν στους θεούς. Γι αυτό προετοιμάζονταν ψυχολογικά από τη νηπιακή τους ηλικία.
Χάρη στο οδικό σύστημα που ένωνε τις περιοχές του σημερινού Περού με τη Βολιβία, τη Χιλή ως τον ποταμό Mapuche, τη Βόρεια Αργεντινή, τον Ισημερινό και τη Νότιοδυτική Κολομβία, ο Ίνκα, εκτός του γεγονότος ότι πληροφορούνταν άμεσα για τις συνθήκες των υπηκόων του, απολάμβανε επίσης καθημερινά φρέσκο ψάρι από το μακρινό Ειρηνικό Ωκεανό, το οποίο του έφερναν αυθημερόν οι chaski, δηλ. οι σκυταλοδρόμοι που επάνδρωναν το αρχαϊκό ταχυδρομείο του βασιλείου.
Ο Ίνκα είχε, βέβαια, την υποχρέωση να διατηρεί τις κρατικές αποθήκες γεμάτες με τρόφιμα και πολεμοφόδια, έτσι ώστε το βασίλειο να μην ετίθετο ποτέ σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης. Λέγεται, μάλιστα, ότι οι υπήκοοι είχαν το δικαίωμα να θανατώσουν τον Ίνκα, παρ’ όλο ότι το λάτρευαν σα θεό, σε περίπτωση που δε θα τηρούσε τις υποχρεώσεις του και θα έθετε το λαό σε κίνδυνο. Όμως αυτό δεν συνέβη ποτέ. Βέβαια, οι «βυζαντινές» ίντριγκες κυριαρχούσαν στο βασίλειο, και σ’ αυτές οφείλεται εν μέρει και η ευκολία με την οποίαν οι Ισπανοί κατόρθωσαν να κατακτήσουν το Tawantinsuyo.
[4] Ο σημαντικότερος κοινωνικός πυρήνας των λαών της κεντρικής οροσειράς των Άνδεων ήταν, κι εξακολουθεί να είναι το ayllu, δηλαδή η φυλή, η γενεαλογία, η οικογένεια, το σπιτικό, το σύνολο των ανθρώπων που προέρχονται από μία κοινή ρίζα και οργανώνονται έχοντας έναν αρχηγό kuraka, που δεν είναι άλλος από το γηραιότερο της οικογένειας. Ο πρωτότοκος γιος του δεν κληρονομεί το ayllu. Αντίθετα, είναι υποχρεωμένος να δημιουργήσει ένα νέο.
O Henri Favre, του Institut des Hautes Études de l’ Amérique Latine του Παρισιού, βέβαια, διαφωνεί ως προς την ανώτατη μορφή της κοινωνικής οργάνωσης: διατείνεται ότι το ayllu δεν αποτελούσε παρά μόνο το στοιχείο, με βάση το οποίο χτιζόταν η κοινωνία των Άνδεων. Ήδη από τα τέλη του 19ου αι., οι επιστήμονες σκέπτονταν ότι η διάρθρωση της ινκαϊκής κοινωνίας εμφάνιζε κατά πάσα πιθανότητα πολύ λιγότερες αναλογίες με εκείνες της αρχαϊκής και μεσαιωνικής Ευρώπης, και περισσότερες με τις σύγχρονες κοινωνίες της Αφρικής και της Ωκεανίας. Άλλωστε, κι ο Dr. Andreas Lommel, πρώην Διευθυντής του Εθνολογικού Μουσείου του Μονάχου υποστηρίζει ότι για να κατανοήσουμε τους λαούς της αρχαιότητας, θα πρέπει να μελετήσουμε τους σύγχρονους ιθαγενείς.
Ορισμένοι μελετητές, όπως ο Bautista Saavedra, πιστεύουν πως ήδη πριν από την εποχή των Ίνκας (13ος αι. μ. Χ.), το ayllu στηρίχθηκε σε θρησκευτικές βάσεις που ένωναν τα μέλη της κοινωνίας. Οι οικογένειες αυτές είχαν τους δικούς τους θεούς-προστάτες, που ανήκαν στο κοινό Πάνθεον, κάτι ανάλογο δηλαδή, με τα ονόματα που προσδίδονται στην Παναγία. Ο Inca Garcilaso de la Vega ανέφερε ότι πολλοί ιθαγενείς λαοί του υψιπέδου των Άνδεων πίστευαν πως προέρχονταν από διάφορα ιερά ζώα, όπως τον κόνδορα, το πούμα, το φίδι, κ.ά. Από την εποχή της ισπανικής κατάκτησης (16ος αι.), τα ayllu δέχτηκαν τη χριστιανική θρησκεία, διατηρώντας συγχρόνως τους μύθους, τις παραδόσεις και τους άγραφους νόμους τους. Σήμερα είναι δυσπρόσιτα μέρη για τους ξένους, αλλά συγχρόνως ασφαλή. Σ’ αυτές τις μικρές κοινότητες δεν υπάρχει σχεδόν καθόλου εγκληματικότητα. Ένας από τους άγραφους νόμους ορίζει ότι εάν κάποιο μέλος της κοινότητας κλέψει, τότε πρέπει να θανατωθεί από τα υπόλοιπα μέλη της.
Η γεωπολιτική κατανομή των ayllu σε άνω (hanaq) και κάτω (hurin), συνετέλεσε στη διχόνοια που μαστίζει ακόμη και σήμερα τα ινδιάνικα χωριά. Αυτήν την κατάσταση εκμεταλλεύονται κατά καιρούς οι σύγχρονοι πολιτικοί ηγέτες των χωρών των Άνδεων –σαν συνεχιστές της ισπανικής αποικιοκρατίας- για να κρατούν τις ιθαγενείς κοινότητες σε καθεστώς καταπίεσης. (διαίρει και βασίλευε!…)
Σε περιοχές όπου το νερό είναι σπάνιο, τα ayllu συγκεντρώνονται το ένα δίπλα στο άλλο και σχηματίζουν markas, δηλαδή μικρά χωριά, διατηρώντας όμως άθικτα τα οικογενειακά τους έθιμα και τις παραδόσεις μέσα σε κάθε ayllu ξεχωριστά.
Οι ιθαγενείς Αmara ονομάζουν αυτό το διοικητικό σύστημα hatta, που σημαίνει: σπόρος φυτών, ζώων και ανθρώπων, σπέρμα, οικογένεια, κάστα. Αυτό ήταν στην αρχαιότητα το μόριο από το οποίο αναπτύχθηκαν οι πόλεις, όπως το Tiwanaku. Ακόμη και σήμερα, τα ayllu έχουν στην κατοχή τους τη γύρω καλλιεργήσιμη γη, για την οποία δεν πληρώνουν φόρο στο σύγχρονο κράτος. (Άλλωστε, μεγάλος αριθμός ιθαγενών δε διαθέτει Δελτίο Αστυνομικής Ταυτότητας, και ούτε βέβαια τα δικαιώματα της αγοραπωλησίας, της υγείας, της παιδείας και της συμμετοχής στις διοικητικές διαδικασίες που αυτό παρέχει στους πολίτες. Πρόκειται για μία υποκριτική μέθοδο που εφαρμόστηκε κατά καιρούς από διάφορες σύγχρονες κυβερνήσεις της Λατινικής Αμερικής, με την οποία διατείνονται ότι υποστηρίζουν την αυτονομία των ιθαγενών κοινοτήτων, όμως, στην πραγματικότητα, κρατούν τους ινδιάνους σε απομόνωση από την σύγχρονη πραγματικότητα.). Οι κάτοικοι των ayllus δεν ενδιαφέρονται ν’ αποκτήσουν την υπηκοότητα της χώρας στην οποία κατοικούν, και είναι –σε γενικές γραμμές- αδιάβλητοι ως προς τις επιρροές του δυτικού πολιτισμού. Τα πράγματα, βέβαια, συνεχώς αλλάζουν.
(Στοιχεία από το άρθρο: Τιγουανάκο, ο προϊνκαϊκός πολιτισμός της λίμνης Τιτικάκα, Η. Ταμπουράκης, Αρ. Μητρ. Κ.Π.Ι.: 4731 / 1996.)
[5] Σε αυτό το ανθολόγιο θα ακολουθήσουμε την ορθογραφία της γλώσσας quechua / runasimi που είχε προτείνει στα 1950 ο Demetrio Tupac Yupanqui, και επισημοποιήθηκε με την υπουργική απόφαση 4023-75-ED, στη Λίμα του Περού, στις 23/10/1975. Διευκρινίζουμε μόνο, για αποφυγή σύγχυσης, ότι ο ουρανικός φθόγγος h, που προφέρεται σαν ουρανικό χ, (ισχυρότερο του ελληνικού, που μάλλον πλησιάζει στον ήχο το ανάλογο αραβικό), διακρίνεται από το q, που προφέρεται σαν βαθύ λαρυγγικό κ, (ανάλογο του αραβικού qaf). Επίσης, για λόγους ευφωνίας, διακρίνουμε το ανοιχτό ο από το κλειστό u.
[6] Για περισσότερα στοιχεία, βλ.: Ταμπουράκης, Ηλίας: Τελετές μαγείας στη σύγχρονη Λατινική Αμερική, Εκδ. Περίπλους, Αθήνα, 1999.
[7] Στοιχεία από: Ταμπουράκης, Ηλίας: Ημερολόγια ταξιδιών σε φύλλα μπανανιάς (μυθιστόρημα), Εκδ. Ροές, Αθήνα, 2007.
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΠΟΙΗΣΗς ΤΩΝ ΙΝΚΑΣ, ΕΙΣΑΓΩΓΗ-ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ-ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
ΗΛΙΑΣ ΤΑΜΠΟΥΡΑΚΗΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΡΟΕΣ, ΑΘΗΝΑ, 2007,
http://www.biblionet.gr/author/27014/%CE%97%CE%BB%CE%AF%CE%B1%CF%82_%CE%A4%CE%B1%CE%BC%CF%80%CE%BF%CF%85%CF%81%CE%AC%CE%BA%CE%B7%CF%82
Πολύ λίγα σημεία στην υδρόγειο έχουν τόσο ευρεία γεωγραφική βιοποικιλότητα όσο η Aμερικανική ήπειρος με τα πολλαπλά ονόματα, η οποία περιλαμβάνει σχεδόν κάθε οικολογικό μικρόκοσμο μέσα στο μακρόκοσμό της, από τις καλυμμένες με χιόνι ημιέρημες εκτάσεις των υψιπέδων των Άνδεων στο Περού και στο Altiplano της Βολιβίας με τα μοβ παστέλ, ανοιχτοπράσινα και ζαχαρί έως και κοκκινωπά χρώματα πάνω στο μολυβί ανδεσίτη, της Sierra Madre στο Μεξικό και της Roraima στη Βραζιλία και στη Βενεζουέλα με τους υψηλότερους καταρράκτες στον κόσμο, μέχρι τις ερήμους στο Trujillo του Περού δίπλα στη θάλασσα, ή στην Arizona των Ηνωμένων Πολιτειών, από τα φαράγγια της Colca με τους κόνδορες –τους ιερούς καθοδηγητές των προσκυνητών του Ήλιου στο Περού και του Χαλκού -(Cañón del Cobre) στο Μεξικό, ως τις ζούγκλες με τα μαύρα, στιλπνά πούμα και τα χρυσοπράσινα παραδείσια πτηνά quetzal –από τα οποία έφτιαξαν το στέμμα του Moctezuma Xocoyotzin του Δεύτερου- στην Κεντρική αλλά και στη Νότια Αμερική, στην Κόστα Ρίκα ή στην Κολομβία με τις καταρρακτώδεις βροχές, τα βραχώδη νησιά Ballestas με τους θαλάσσιους λέοντες του Ειρηνικού στο Περού, ή τις λευκές παραλίες της Καραϊβικής με τα μαύρα κορμιά -τα ερωτικά- στη Τζαμάικα, και τον Αμαζόνιο –που πηγάζει απ’ το Περού- με τις πολύχρωμες, πολύσχημες ορχιδέες, ή τους μπλε παγετώνες Torres del Paine της Παταγονίας και της Γης του Πυρός.
Οι καταβολές του ανθρώπου χάνονται στην καταχνιά των Apu Achachila -των Υψηλών Νεφελωδών Κορυφών των Άνδεων -που για τους γηγενείς είναι θεοί-παππούδες. Ασιατική και μαλαιοπολυνησιακή η ρίζα τους! Από ΄κεί ταξίδεψαν –οδοιπόροι και θαλασσοπόροι- για να φτάσουν απ’ τ’ ανοιχτό πέλαγος στην υψηλή γη. Όμως κι η σημερινή πολιτισμική ταυτότητα (γενικότερα των Λατινοαμερικανών) είναι συγκεχυμένη: ιθαγενείς απόγονοι των Ίνκας στο Περού, των Aymara στη Βολιβία, των Αζτέκων στο Μεξικό, των Μάγιας στη Γουατεμάλα και στο Μεξικό, των Γουαρανί στην Παραγουάη κι άλλων τριών χιλιάδων φυλών σε μια Βαβέλ γλωσσών, διαλέκτων και ιδιωμάτων: runasimi και aymara για τη θρησκευτική και κοσμική ποίηση στις Άνδεις, náhuatl για τους κώδικες της Μέσης Αμερικής σε φυτικό χαρτί ámatl, k’iché για τη Βίβλο των Μάγιας, mby’á για την οικολογική μυθολογία των θεολόγων του Chaco στην Παραγουάη. Λευκοί άνθρωποι, δισέγγονα των Ισπανών και Πορτογάλων κατακτητών και των Άγγλων και Γάλλων αποικιοκρατών (χωρίς να εξαιρέσουμε και τους λιγοστούς Ολλανδούς και Δανούς της Καραϊβικής, τους Γερμανο-Ελβετούς της Βραζιλίας και της Αργεντινής και τους Εβραίους, Ιταλούς και Κινέζους μετανάστες), αφρικανοί -παιδιά των σκλάβων από τις περιοχές των Yorubá -και μιγάδες: mestizos –γεννήματα από έρωτες αλλά και από βιασμούς ινδιάνων από λευκούς. Λευκών κι αφρικανών παιδιά οι mulatos, αφρικανών και ινδιάνων οι guajiros, κινέζων και αφρικανών οι zambos.
Εξήντα πέντε εκατομμύρια χρόνια[2] χρειάστηκε η Γη για να δημιουργήσει την Cordillera των Άνδεων με το αχανές Altiplano –το βολιβιανό Υψίπεδο -την Κοιλάδα της Σελήνης με τις βραχώδεις απολήξεις σαν γοτθικούς ναούς-, το Uyuni με τις γαλανόλευκες αλυκές του πάνω στα βουνά, και την Aconcagua, την αργεντινή κορυφή των επτά χιλιάδων μέτρων. Κι άλλα εικοσιπέντε χιλιάδες χρόνια έχουν περάσει από τη γέννηση της Titicaca –της Inti Kjarkas- των Ιερών Υδάτων του Ηλίου με τα οκτώ χιλιάδες τετραγωνικά χιλιόμετρα σε υψόμετρο τεσσάρων χιλιάδων μέτρων!
Λαμπερά τα ασημοντυμένα μνημεία του Tiwanaku στη Βολιβία με φόντο το μπλε-κοβάλτιο του ουρανού, όμως σκοτεινή η προέλευση των Aymara και των προγόνων τους που το κατασκεύασαν. Ιριδίζοντα τα χρυσά κοσμήματα στο Μουσείο Larco Herrera του Περού, αλλά θολή η καταγωγή των Ίνκας, που ένωσαν τους λαούς του πανανδικού πολιτισμού σε μία δική τους, παγκοσμιοποιημένη Pax Incaica.
Δεκαπέντε χιλιάδες χρόνια παρεμβάλλονται ανάμεσα σ’ εμάς, τους αναγνώστες της ινκαϊκής ποίησης, και σ’ εκείνους τους νομάδες που έχοντας περάσει τον Βερίγγειο Πορθμό, ή έχοντας διασχίσει τον Ειρηνικό Ωκεανό, έγιναν οι πρώτοι Ασιάτες αναρριχητές των Άνδεων, γυρεύοντας στην αρχή βολβούς και θηράματα, κι ύστερα, εκτρέφοντας τις προβατοκαμήλους llamas, καλλιεργώντας δημητριακά quinoa και καλαμπόκι και φτιάχνοντας τα πρωτόλεια εργαλεία τους από οψιδιανό.
Η φύση στη yunga, στα 1000 με 2000 μέτρα υψόμετρο, στη ceja de la selva –το φρύδι του δάσους, όπως ονόμασαν αργότερα οι Ισπανοί το kishwar, την καλλιεργήσιμη περιοχή ανάμεσα στα 2 με 3 χιλιάδες μέτρα -που έδωσε το όνομά του στους Quechua, τους καλλιεργητές της γης που λάτρευαν τον Ίνκα, τον άρχοντα και προσκυνητή του θεού Ήλιου -στο suni και στην puna, την τούνδρα που φτάνει μέχρι τα 4800 μέτρα ψηλά, μέσα στη ζάλη της δύσπνοιας του υψομέτρου, παρακίνησε απ’ το έτος 1000 π.Χ. μέχρι το 1200 μ.Χ. τον πρωταρχικό άνθρωπο στο σημερινό κεντρικό Περού, να δημιουργήσει στο Chavín de Huántar, έναν πολιτισμό τριών οικολογικών επιπέδων σε διαδικασία σταδιακής αστικοποίησης και δείγματα κατασκευών τελετουργικού χαρακτήρα, με αρχαιότερα εκείνα του Kotosh, από το 2500 π.Χ. Η γλυπτική ήταν το όχημα έκφρασης εκείνου του λαού χωρίς γραφή.
Την ίδια εποχή περίπου και μέχρι το 200 μ.Χ., στο Paracas και στη Nazca του νότιου Περού, (μέχρι το 600 μ.Χ.), ο άνθρωπος των Άνδεων χάραξε δρόμους στην ορεινή έρημο για να τον βοηθούσαν οι θεοί με τα φυσικά τους φαινόμενα να καλλιεργεί έγκαιρα τη γη, ντυμένος με μάλλινα ponchos σε χρώματα γήινα.
Σχεδόν συγχρόνως, οι Moche (200 π.Χ.-700 μ.Χ.) συνδύασαν δύο τέχνες, την κεραμική με τη γλυπτική, δημιουργώντας huacas-retrato, δηλαδή αμφορείς με ανάγλυφα πορτραίτα υπαρκτών προσώπων, που σήμερα φυλάνε τα μυστικά της πολιτισμικής τους νοοτροπίας στ’ άλαλα πρόσωπά τους.
Για μισή χιλιετία, από το 1000 έως το 1470 μ.Χ., οι Chimú, στο Chanchán του βόρειου Περού, έχτιζαν τον «υδραυλικό» τους πολιτισμό, οδηγώντας το γλυκό νερό από τα γύρω βουνά στην άγονη έρημο και καθιστώντας την έγκυο στα θεϊκά προϊόντα διατροφής που έθρεψαν την κουλτούρα τους, και στολίζονταν με χρυσάφι και φτερά τροπικών πουλιών.
Από την άλλη πλευρά των Άνδεων, στο Tiwanaku της Βολιβίας, κοντά στη ζωογόνο λίμνη Titicaca, στην Πόλη-Ιερό την προσανατολισμένη στ’ άστρα, οι Aymara, από το 200 π.Χ. μέχρι το 600 μ.Χ. –για μία περίοδο που αντιστοιχεί αμυδρά με τη Ρωμαϊκή και την Πρωτοβυζαντινή του «δυτικού» μας κόσμου- τρέφονταν με chuño -κατεψυγμένες πατάτες του χιονιού- εξέτρεφαν προβατοκαμήλους guanaco, εξόρυσσαν από τη Μάνα τους τη Γη βωξίτη, κατασκεύαζαν πέτρινους μονολιθικούς θεούς, έχτιζαν πυραμίδες διακοσμημένες με ανάγλυφα σύμβολα και ταξίδευαν στις νεφέλες της ορεινής φύσης του Qh'ollasuyu και του νου τους καταναλώνοντας φύλλα κόκας (qoqa). Η πρωτοποριακή τους τέχνη εκφράζει τους θρησκευτικούς μύθους και την πολιτιστική ιστορία του τόπου. Είναι ο θεματοφύλακας της ιδιοσυγκρασίας αυτού του ιδιότυπου νοτιοαμερικανικού πολιτισμού. Οι πρόγονοί τους, της ομογλωσσίας jaqaru, από το 1.200 π.Χ., αλλά και οι απόγονοί τους και ιδρυτές της αυτοκρατορίας των Ίνκας, που κρατήθηκε στο θρόνο των Άνδεων μέχρι και την ισπανική κατάκτηση του δέκατου έκτου αιώνα, άφησαν σ’ εμάς, τους κοινούς θνητούς του σύγχρονου κόσμου, την ποίησή τους αλλά και τη γλώσσα τους την ποιητική.
Από το έτος 500, έως το 1000 μ.Χ., η αυτοκρατορία Wari, γέννημα-θρέμμα του Tiwanaku, επεκτείνει την ενοποιητική πολιτική και την πολιτιστική εξουσία που θα ολοκληρωθεί με την άνοδο των Ίνκας.
Τέλος, οι Ίνκας[3], στα περίπου εκατό μοναδικά χρόνια της ύπαρξής τους από το 1438 έως το 1533, μ.Χ. φυσικά, ίδρυσαν την Αυτοκρατορία τους στο Tawantinsuyu –«Τα Τέσσερα Σημεία του Ορίζοντα»- που κάλυπτε τις αντίστοιχες εκτάσεις της σημερινής Νότιας Κολομβίας, του Ισημερινού (Ecuador), του Περού, της ορεινής Βολιβίας, της βόρειας Αργεντινής και της Χιλής (ως το Santiago), κι έχτισαν την πρωτεύουσά τους στο Cuzco (Qosqo), που σημαίνει Ομφαλός της Γης. (Από το 1200 έως το 1400 διανύουν μία μυθική περίοδο της ύπαρξής τους, χωρίς καταγραφές ιστορικών γεγονότων.) Στο Cusco, λοιπόν, οργανώνουν μία μεταβατική κρατική δομή με πρωτογενή σοσιαλιστικά πρότυπα επαναδιανομής των αγαθών, αλλά και έντονα θεοκρατικά στοιχεία λατρείας του Ήλιου στο πρόσωπο του Ίνκα, βασιζόμενοι στη mita –ένα σύστημα εκ περιτροπής προσφοράς δωρεάν εργασίας και γνώσεων για τις καλλιέργειες, την κτηνοτροφία, την κατασκευή αντικειμένων και –φυσικά- την πολιτισμική νοοτροπία, για «το κοινό όφελος». Πρόκειται, λοιπόν, για ένα είδος αρχαίας παγκοσμιοποίησης. Γι’ αυτόν το σκοπό, διενεργούν με στρατιωτικά μέσα μετακινήσεις μεταναστευτικού χαρακτήρα ολόκληρων ayllu[4] –οικογενειακών πρωτοαστικών πυρήνων- με αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός υβριδικού πολιτισμού στα πλαίσια της παγκοσμιοποιημένης τους αυτοδιοικούμενης «συμπολιτείας». Αναπτύσσουν την αστρονομία, τα μαθηματικά και τις αυτοκρατορικές τους τέχνες (κεραμική, υφαντουργία και χρυσοχοΐα), την κυκλώπεια αρχιτεκτονική και την πολεοδομία (που βλέπουμε σήμερα στα τείχη του Saksaywamán), τη μουμιοποίηση των αγαπημένων τους νεκρών και μία μέθοδο καταγραφής της προφορικής τους γλώσσας με qipu –συστήματα κόμπων διαφόρων ειδών σε σχοινιά ποικίλων μεγεθών και χρωμάτων, στα οποία αρχικά καταχωρούσαν τα στοιχεία του ανθρώπινου δυναμικού και των οικονομικών μεγεθών της αυτοκρατορίας τους. Οι qipukamayoqkuna -οι «γραφιάδες των κόμπων»- ήταν εκείνοι που τήρησαν κατά… «γράμμα» τη ρήση «awatkipasipjhañanakasataq» των προδρόμων τους των Aymara, που μονολεκτικά προστάζει: «να είσαι άγρυπνος φρουρός για να διατηρείς την ακεραιότητά μας, δηλαδή να διαφυλάττεις τις αξίες των προγόνων μας και να τις μεταδίδεις στις νεότερες γενιές του πολιτισμού μας». Watanay, πάντως, στα ινδιάνικα σημαίνει «δένω».
Πρόσωπα θεϊκά, ηρωικά και βασιλικά, που ίπτανται ανάμεσα στους κόσμους της πραγματικότητας και του ονείρου, πρωταγωνιστούν στην ποίηση των Ίνκας: ο πατέρας θεός Ήλιος Tata Inti, η Μητέρα θεά Σελήνη Mama Killa, ο πολιτιστικός ήρωας Wiraqhocha που γεννήθηκε από τα ιερά ύδατα της λίμνης Titicaca, («Βιρακότσα» αποκαλούν ακόμα και σήμερα οι ινδιάνοι όσους λευκούς περιφέρονται στα μέρη τους), οι τέσσερεις αδελφοί Ayar, που βγήκαν απ’ τα έγκατα του σπηλαίου Paqariqtanpu και ίδρυσαν το Cusco, η Mama Oqllo –η σύζυγος και αδελφή του πρώτου από τους δεκατρείς αυτοκράτορες, του Mallku Qhapaq, οι Παρθένες του Ηλίου -παλλακίδες του Ίνκα και θύματα ανθρωποθυσιών –όπως η μούμια της μικρής Juanita απ’ το Nevado del Ampato-, o Pachakuteq –ο Αυτοκράτορας που επέφερε ριζικές κοινωνικο-θρησκευτικές αλλαγές ανάμεσα στους Quechua (Ίνκας ονομάζονταν μόνο η κάστα των διοικούντων), ο Sinchi Ollanta, ο στρατηγός που ερωτεύτηκε την κόρη του Ίνκα, κι εκείνος του αρνήθηκε την ευχή του, κι ο Atahuallpa, ο τραγικός τελευταίος αυτοκράτορας που σκότωσαν οι Ισπανοί κονκισταδόρες.
Αυτοί οι τελευταίοι, με αρχηγό τον Francisco Pizarro, σε συνεργασία με τον Diego de Almagro και τον Hernando de Luque, και με την καθοδήγηση του Πέτρου του εκ Χάνδακος (Pedro de Candía), εκμεταλλευόμενοι την εμφύλια σύρραξη μεταξύ των πριγκίπων Atahuallpa και Huáscar, παγιδεύουν κι εκτελούν στις 29 Αυγούστου του 1533 τον τελευταίο Αυτοκράτορα των Ίνκας, παρ’ όλο ότι τους πλήρωσε τα λύτρα σε χρυσάφι κι ασήμι που τους είχε υποσχεθεί. Το Cusco γκρεμίζεται και πάνω στα κατάλοιπα της μεγαλιθικής του τοιχοποιίας, χτίζεται το νέο Cuzco, με την ισπανική του αρχιτεκτονική από την Extremadura, τους λευκούς τοίχους με τις μπλε πόρτες, τα μπαρόκ ξύλινα μπαλκόνια και τα κεραμίδια στις δίρριχτες στέγες. Η Qhorikancha, ο Χρυσός Περίβολος μετατρέπεται σε Μονή του Santo Domingo, ενώ το χρυσό άγαλμα του θεού Ήλιου παίζεται στα ζάρια και χάνεται για πάντα από προσώπου γης. Από τότε, ο ινδιάνος από «Quechua –καλλιεργητής της Γης», ονομάζεται «runa -κατώτερος άνθρωπος». Μόνο του στήριγμα, η πεντατονική του μουσική και οι ποιητικοί του στοίχοι, με τους οποίους μπορεί να κάνει το μοναδικό πράγμα που του επιτρέπεται μέχρι και σήμερα: να κλαίει…
«Qanma kashanki llaki t'ika hina;
mana qhikiy sapiykikipis ratayta atinkichu.»[5]
«Θλιμμένη είσαι τώρα, σα λουλούδι μαραμένο,
που ούτε στις ίδιες σου τις ρίζες πια δεν μπορείς να στηριχτείς.»
Μία προσπάθεια αναγέννησης γίνεται στα 1536 από τον Manco Capac το Δεύτερο, ο οποίος, αφού πολιόρκησε το Cuzco, κατέφυγε στα βουνά της Vilcabamba, ιδρύοντας εκεί το Machu Picchu, τη χαμένη πόλη των Ίνκας, που τετρακόσια χρόνια αργότερα θα ανακάλυπτε ο Hiram Bingham για λογαριασμό της Αμερικανικής National Geographic Society.
Αυτά κι άλλα πολλά διαβάζουμε στα «Βασιλικά Σχόλια» του Inca Garcilaso de la Vega, στα 1610.
Ο José Gabriel Tupac Amaru ο Δεύτερος ξεσηκώνει επανάσταση στα 1780, και δίνει έμπνευση στους σημερινούς αντάρτες tupamarus.
Στα 1824, μετά τη μάχη του Ayacucho που εξασφάλισε την ανεξαρτησία του Περού, ο Simón Bolívar, στην απελευθερωτική του προσπάθεια, πλήττει την ύπαρξη των ιθαγενών κοινοτήτων, καταργώντας την κοινοτική ιδιοκτησία κι επιβάλλοντάς τους βαριά φορολογία.
Το Σύνταγμα του 1919 παραχωρεί νομική υπόσταση στους ιθαγενείς του Περού, ενώ ο βολιβιανός Πρόεδρος Paz Estensoro ευνοεί στα 1953 τους ινδιάνους.
Εν τέλει, στα 1975, ο περουβιανός Πρόεδρος Velasco Alvarado κάνει επίσημη τη γλώσσα runasimi των ιθαγενών Quechua, των απογόνων, δηλαδή, των Ίνκας.
Και στις 2 Μαρτίου του 1980, οι varayoq –οι παραδοσιακοί αρχηγοί των Quechua ανακηρύσσουν το Ollantaytambo Παγκόσμια Πρωτεύουσα του Ινδιάνικου Κόσμου και διακηρύσσουν τα δικαιώματα όλων των ιθαγενών λαών που υποφέρουν από τα δεινά τα οφειλόμενα στο δυτικό πολιτισμό, ο οποίος, μετά από πολλούς αιώνες κυριαρχίας, εξάντλησε όλες του τις δυνατότητες χωρίς να μπορέσει να φτάσει σε μία παγκόσμια κοινωνία, αρμονική και δίκαιη.
Σήμερα πια, παρ’ όλες τις επιρροές που έχει επιβάλλει ο τουρισμός, οι ιθαγενείς των Άνδεων προσπαθούν ακόμη να ζουν τηρώντας τις βασικές έννοιες του αρχαίου τους πολιτισμού. Κυκλοφορούν ντυμένοι με τη χαρακτηριστική ruana –το γνωστό σ’ εμάς «πόντσο», άλλοτε στα χρώματα τ’ ουράνιου τόξου, κι άλλοτε σε γήινες αποχρώσεις. Οι άνδρες, φορούν το ch’ullu –τον πλεκτό μυτερό σκούφο που καλύπτει και τ’ αφτιά -ενώ οι γυναίκες χρησιμοποιούν ένα χαρακτηριστικό «ανδρικό» καπέλο, και κουβαλούν τα μωρά τους μέσα στο p’ullu –ένα «σακίδιο» από πολύχρωμη κουβέρτα που ρίχνουν από τους ώμους στην πλάτη. Ασχολούνται ακόμη με τη λιμναία αλιεία και την κτηνοτροφία, όπως δείχνουν και τα ανάγλυφα μοτίβα στο Tiwanaku, και διατηρούν το σύστημα αυτοδιοίκησης ayllu από την προϊνκαϊκή εποχή. Όμως έχει φτάσει η ώρα ν’ αναπτυχθεί αυτή η περιοχή της υφηλίου. Παρ’ όλ’ αυτά, τα κοινωνικά προβλήματα και οι δεισιδαιμονίες βρίσκουν πρόσφορο έδαφος ακόμη και στις υψηλά ιστάμενες τάξεις.[6] Οι νέοι, τουλάχιστον όσοι δεν είναι καθαρόαιμοι ιθαγενείς, έχουν βγάλει το πόντσο, προτιμούν να μορφώνονται και ακολουθούν σύγχρονα επαγγέλματα. Ευτυχώς, πάντως, δεν ακούν μόνο σύγχρονη μουσική, αλλά και την παραδοσιακή με τα μικτά ινδιάνικα και ισπανικά στοιχεία. Αυτή η μουσική ερμηνεύεται κυρίως με πνευστά όργανα, όπως η zampoña -η γνωστή στον αρχαίο Ελληνικό πολιτισμό σύριγγα του Πάνα, (σε διάφορα μεγέθη: sicu, zanka, toyo), που μιμείται τον άνεμο στις Άνδεις και οι φλογέρες pinkillo, pututu (από κοχύλι), pirutu (από πηλό), tarka (αερόφωνο από ξύλο) και qena, από κόκαλο κόνδορα ή καλάμι. Άλλα μουσικά όργανα είναι έγχορδα, όπως το charango –ένα είδος κιθάρας φτιαγμένης από το κέλυφος του αρμαδίλλιο, που πρωτοεμφανίστηκε στην περίοδο της ισπανικής αποικιοκρατίας κι ήταν απαγορευμένο λόγω της μελωδικότητάς του που ξεσήκωνε επαναστάσεις, αλλά και από ορισμένα περίεργα κρουστά όργανα συνοδείας, όπως το kchullu-kchullu, που αποτελείται από οπλές της προβατοκαμήλου llama και το kchalla-kchalla -τον κάκτο με τα εσωτερικά αγκάθια και τα κοχύλια, που λειτουργεί ως έγχορδο και μιμείται τον ήχο της βροχής που πέφτει στη λίμνη. Άλλα όργανα συνοδείας είναι τα τύμπανα tinya (μικρό) και wánkar (μεγάλο). Μέσα από τους λυρικούς στίχους αυτών των μελοποιημένων ποιημάτων, εκφράζεται η δύναμη του ανθρώπου που δαμάζει τη σκληρή φύση των βουνών, αλλά και η θλίψη του για την καταστροφή του ντόπιου πολιτισμού.[7]
[1] Βλ. βιβλιογραφία:
Favre, Henri: Les Incas, Paris, Presses Universitaires de France, 1972.
Métraux, Alfred: Les Incas, Ελλ. Μτφρ.: Ε. Φαμελιάδου, Εναλλακτικές Εκδ. 1997.
Urton, Gary : Inca Myths, British Museum Press, 1999.
Boero Rojo, Hugo: La civilización andina, Edi. Alcegraf, Bolivia, 1991.
Reinhard, Johan: Las líneas de Nazca, Edi. Los Pinos, Perú, 1997.
Albarracín Jordan, Juan: Arqueología de Tiwanaku, Fundación Bartolomé de Las Casas, Bolivia, 1999.
[2] Οι χρονολογήσεις αυτού του κειμένου, τόσο οι γεωπαλαιοντολογικές, όσο και οι αρχαιοανθρωπολογικές, αναφέρονται κατά προσέγγιση, δεδομένου ότι αυτό το βιβλίο είναι ένα ανθολόγιο ποίησης και όχι συ(γγ)ρραφή αρχαιολογικών αναλέκτων.
[3] Η αυτοκρατορία των Ίνκας συνδύαζε τον απόλυτο δεσποτισμό με την ανεκτικότητα. Η βασιλική θέληση έφτανε στο λαό μέσω των τοπικών αρχηγών. Οι πιο πρωτότυπες πλευρές αυτού του πολιτισμού είναι η τριμερής διαίρεση των γαιών, τα μοναστήρια των Παρθένων του Ηλίου, οι κρατικές αποθήκες, οι στατιστικές και το οδικό δίκτυο, που αντανακλούν μία ιδιάζουσα αντίληψη για τις υποχρεώσεις των υπηκόων έναντι του ανώτατου άρχοντα, όπως και μία αξιοπρόσεκτη εφευρετικότητα για τη σωστή κατανομή του ανθρώπινου δυναμικού και των προϊόντων –αγαθά που εξασφάλιζε η ιμπεριαλιστική πολιτική τους.
Η ινκαϊκή κοινωνία δεν εφάρμοσε τη δουλοκτησία με την κοινή έννοια του όρου.
Η γη ανήκε στους θεούς, στον Ίνκα και στις κοινότητες των υπηκόων. Η «θεϊκή υπερτροφή» των quechua, κλειδί του πανανδικού πολιτισμού, ήταν η πατάτα. Το δημητριακό qinoa και το καλαμπόκι κατείχαν επίσης σημαντική θέση στη διατροφή τους, όπως και το παστό κρέας από προβατοκάμηλο llama και το ψάρι karachi. Τα τρόφιμα συγκεντρώνονταν στις κρατικές αποθήκες, καταγράφονταν στα qipu –τα σχοινιά με τους κόμπους- κι επαναδιανέμονταν στο λαό, ανάλογα με τις ανάγκες της κάθε περιοχής.
Ιδιοκτησία δεν υφίστατο, ούτε και προσωπική φορολογία, αλλά κοινοτική. Αντί για προσωπικούς φόρους, οι υπήκοοι ήταν υποχρεωμένοι να παρέχουν δωρεάν τις χειρονακτικές τους υπηρεσίες.
Οι Aqllakuna –οι Παρθένες του Ηλίου, ή Επίλεκτες- ήταν όμορφα κορίτσια που διέμεναν μόνιμα κλεισμένα σε ναούς, και χρησίμευαν ως κεντήστρες ή παλλακίδες του αυτοκράτορα. Ενίοτε δε, θυσιάζονταν στους θεούς. Γι αυτό προετοιμάζονταν ψυχολογικά από τη νηπιακή τους ηλικία.
Χάρη στο οδικό σύστημα που ένωνε τις περιοχές του σημερινού Περού με τη Βολιβία, τη Χιλή ως τον ποταμό Mapuche, τη Βόρεια Αργεντινή, τον Ισημερινό και τη Νότιοδυτική Κολομβία, ο Ίνκα, εκτός του γεγονότος ότι πληροφορούνταν άμεσα για τις συνθήκες των υπηκόων του, απολάμβανε επίσης καθημερινά φρέσκο ψάρι από το μακρινό Ειρηνικό Ωκεανό, το οποίο του έφερναν αυθημερόν οι chaski, δηλ. οι σκυταλοδρόμοι που επάνδρωναν το αρχαϊκό ταχυδρομείο του βασιλείου.
Ο Ίνκα είχε, βέβαια, την υποχρέωση να διατηρεί τις κρατικές αποθήκες γεμάτες με τρόφιμα και πολεμοφόδια, έτσι ώστε το βασίλειο να μην ετίθετο ποτέ σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης. Λέγεται, μάλιστα, ότι οι υπήκοοι είχαν το δικαίωμα να θανατώσουν τον Ίνκα, παρ’ όλο ότι το λάτρευαν σα θεό, σε περίπτωση που δε θα τηρούσε τις υποχρεώσεις του και θα έθετε το λαό σε κίνδυνο. Όμως αυτό δεν συνέβη ποτέ. Βέβαια, οι «βυζαντινές» ίντριγκες κυριαρχούσαν στο βασίλειο, και σ’ αυτές οφείλεται εν μέρει και η ευκολία με την οποίαν οι Ισπανοί κατόρθωσαν να κατακτήσουν το Tawantinsuyo.
[4] Ο σημαντικότερος κοινωνικός πυρήνας των λαών της κεντρικής οροσειράς των Άνδεων ήταν, κι εξακολουθεί να είναι το ayllu, δηλαδή η φυλή, η γενεαλογία, η οικογένεια, το σπιτικό, το σύνολο των ανθρώπων που προέρχονται από μία κοινή ρίζα και οργανώνονται έχοντας έναν αρχηγό kuraka, που δεν είναι άλλος από το γηραιότερο της οικογένειας. Ο πρωτότοκος γιος του δεν κληρονομεί το ayllu. Αντίθετα, είναι υποχρεωμένος να δημιουργήσει ένα νέο.
O Henri Favre, του Institut des Hautes Études de l’ Amérique Latine του Παρισιού, βέβαια, διαφωνεί ως προς την ανώτατη μορφή της κοινωνικής οργάνωσης: διατείνεται ότι το ayllu δεν αποτελούσε παρά μόνο το στοιχείο, με βάση το οποίο χτιζόταν η κοινωνία των Άνδεων. Ήδη από τα τέλη του 19ου αι., οι επιστήμονες σκέπτονταν ότι η διάρθρωση της ινκαϊκής κοινωνίας εμφάνιζε κατά πάσα πιθανότητα πολύ λιγότερες αναλογίες με εκείνες της αρχαϊκής και μεσαιωνικής Ευρώπης, και περισσότερες με τις σύγχρονες κοινωνίες της Αφρικής και της Ωκεανίας. Άλλωστε, κι ο Dr. Andreas Lommel, πρώην Διευθυντής του Εθνολογικού Μουσείου του Μονάχου υποστηρίζει ότι για να κατανοήσουμε τους λαούς της αρχαιότητας, θα πρέπει να μελετήσουμε τους σύγχρονους ιθαγενείς.
Ορισμένοι μελετητές, όπως ο Bautista Saavedra, πιστεύουν πως ήδη πριν από την εποχή των Ίνκας (13ος αι. μ. Χ.), το ayllu στηρίχθηκε σε θρησκευτικές βάσεις που ένωναν τα μέλη της κοινωνίας. Οι οικογένειες αυτές είχαν τους δικούς τους θεούς-προστάτες, που ανήκαν στο κοινό Πάνθεον, κάτι ανάλογο δηλαδή, με τα ονόματα που προσδίδονται στην Παναγία. Ο Inca Garcilaso de la Vega ανέφερε ότι πολλοί ιθαγενείς λαοί του υψιπέδου των Άνδεων πίστευαν πως προέρχονταν από διάφορα ιερά ζώα, όπως τον κόνδορα, το πούμα, το φίδι, κ.ά. Από την εποχή της ισπανικής κατάκτησης (16ος αι.), τα ayllu δέχτηκαν τη χριστιανική θρησκεία, διατηρώντας συγχρόνως τους μύθους, τις παραδόσεις και τους άγραφους νόμους τους. Σήμερα είναι δυσπρόσιτα μέρη για τους ξένους, αλλά συγχρόνως ασφαλή. Σ’ αυτές τις μικρές κοινότητες δεν υπάρχει σχεδόν καθόλου εγκληματικότητα. Ένας από τους άγραφους νόμους ορίζει ότι εάν κάποιο μέλος της κοινότητας κλέψει, τότε πρέπει να θανατωθεί από τα υπόλοιπα μέλη της.
Η γεωπολιτική κατανομή των ayllu σε άνω (hanaq) και κάτω (hurin), συνετέλεσε στη διχόνοια που μαστίζει ακόμη και σήμερα τα ινδιάνικα χωριά. Αυτήν την κατάσταση εκμεταλλεύονται κατά καιρούς οι σύγχρονοι πολιτικοί ηγέτες των χωρών των Άνδεων –σαν συνεχιστές της ισπανικής αποικιοκρατίας- για να κρατούν τις ιθαγενείς κοινότητες σε καθεστώς καταπίεσης. (διαίρει και βασίλευε!…)
Σε περιοχές όπου το νερό είναι σπάνιο, τα ayllu συγκεντρώνονται το ένα δίπλα στο άλλο και σχηματίζουν markas, δηλαδή μικρά χωριά, διατηρώντας όμως άθικτα τα οικογενειακά τους έθιμα και τις παραδόσεις μέσα σε κάθε ayllu ξεχωριστά.
Οι ιθαγενείς Αmara ονομάζουν αυτό το διοικητικό σύστημα hatta, που σημαίνει: σπόρος φυτών, ζώων και ανθρώπων, σπέρμα, οικογένεια, κάστα. Αυτό ήταν στην αρχαιότητα το μόριο από το οποίο αναπτύχθηκαν οι πόλεις, όπως το Tiwanaku. Ακόμη και σήμερα, τα ayllu έχουν στην κατοχή τους τη γύρω καλλιεργήσιμη γη, για την οποία δεν πληρώνουν φόρο στο σύγχρονο κράτος. (Άλλωστε, μεγάλος αριθμός ιθαγενών δε διαθέτει Δελτίο Αστυνομικής Ταυτότητας, και ούτε βέβαια τα δικαιώματα της αγοραπωλησίας, της υγείας, της παιδείας και της συμμετοχής στις διοικητικές διαδικασίες που αυτό παρέχει στους πολίτες. Πρόκειται για μία υποκριτική μέθοδο που εφαρμόστηκε κατά καιρούς από διάφορες σύγχρονες κυβερνήσεις της Λατινικής Αμερικής, με την οποία διατείνονται ότι υποστηρίζουν την αυτονομία των ιθαγενών κοινοτήτων, όμως, στην πραγματικότητα, κρατούν τους ινδιάνους σε απομόνωση από την σύγχρονη πραγματικότητα.). Οι κάτοικοι των ayllus δεν ενδιαφέρονται ν’ αποκτήσουν την υπηκοότητα της χώρας στην οποία κατοικούν, και είναι –σε γενικές γραμμές- αδιάβλητοι ως προς τις επιρροές του δυτικού πολιτισμού. Τα πράγματα, βέβαια, συνεχώς αλλάζουν.
(Στοιχεία από το άρθρο: Τιγουανάκο, ο προϊνκαϊκός πολιτισμός της λίμνης Τιτικάκα, Η. Ταμπουράκης, Αρ. Μητρ. Κ.Π.Ι.: 4731 / 1996.)
[5] Σε αυτό το ανθολόγιο θα ακολουθήσουμε την ορθογραφία της γλώσσας quechua / runasimi που είχε προτείνει στα 1950 ο Demetrio Tupac Yupanqui, και επισημοποιήθηκε με την υπουργική απόφαση 4023-75-ED, στη Λίμα του Περού, στις 23/10/1975. Διευκρινίζουμε μόνο, για αποφυγή σύγχυσης, ότι ο ουρανικός φθόγγος h, που προφέρεται σαν ουρανικό χ, (ισχυρότερο του ελληνικού, που μάλλον πλησιάζει στον ήχο το ανάλογο αραβικό), διακρίνεται από το q, που προφέρεται σαν βαθύ λαρυγγικό κ, (ανάλογο του αραβικού qaf). Επίσης, για λόγους ευφωνίας, διακρίνουμε το ανοιχτό ο από το κλειστό u.
[6] Για περισσότερα στοιχεία, βλ.: Ταμπουράκης, Ηλίας: Τελετές μαγείας στη σύγχρονη Λατινική Αμερική, Εκδ. Περίπλους, Αθήνα, 1999.
[7] Στοιχεία από: Ταμπουράκης, Ηλίας: Ημερολόγια ταξιδιών σε φύλλα μπανανιάς (μυθιστόρημα), Εκδ. Ροές, Αθήνα, 2007.
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΠΟΙΗΣΗς ΤΩΝ ΙΝΚΑΣ, ΕΙΣΑΓΩΓΗ-ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ-ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
ΗΛΙΑΣ ΤΑΜΠΟΥΡΑΚΗΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΡΟΕΣ, ΑΘΗΝΑ, 2007,
http://www.biblionet.gr/author/27014/%CE%97%CE%BB%CE%AF%CE%B1%CF%82_%CE%A4%CE%B1%CE%BC%CF%80%CE%BF%CF%85%CF%81%CE%AC%CE%BA%CE%B7%CF%82